Σάββατο 23 Μαΐου 2015



Από τον ΣΤΕΦΑΝΟ ΜΥΤΙΛΗΝΑΙΟ Η εικόνα του μεταλλαγμένου ανθρώπου σε λύκο, ο οποίος τριγυρνά τις νύχτες με πανσέληνο και σκοτώνει, καθοδηγούμενος από την δίψα του για αίμα ανυπεράσπιστα θύματα κι όλα αυτά εξαιτίας των δυνάμεων του σκότους (sic), είναι η «χολυγουντιανή» έκδοση του Λυκάνθρωπου που φυσικά δεν ανταποκρίνεται στην αρχική σημασία του συμβολισμού. Στα αρχαία Ελληνικά μυστήρια και ιδίως σʼ εκείνα που είχαν τις ρίζες τους (ή τελούνταν) στην Αρκαδία, Λυκάνθρωποι αποκαλούνταν οι υψηλόβαθμοι μύστες που συμμετείχαν στις ηλιακές τελετές του αστέρα Σείριου, του αστερισμού του Κυνός (Σκύλου). Σύμφωνα με την αρκαδική παράδοση που μας διασώζει ο Παυσανίας στα «Αρκαδικά» του, ο πρώτος Λυκάνθρωπος ήταν ο Λυκάων, γιος του Πελασγού και βασιλιάς της χώρας που ονομάστηκε από τον εγγονό του Αρκάδα σε Αρκαδία: «…ο Λυκάων όμως έφερε πάνω στο βωμό του λύκαιου Δία ανθρώπινο βρέφος και θυσίασε το βρέφος για να βρέξει το βωμό με το αίμα. Λένε πως ο ίδιος ευθύς μετά την θυσία έγινε λύκος. προσωπικά δέχομαι ως αληθινή την παράδοση αυτή, γιατί υπάρχει από παλαιά στους αρκάδες και γιατί επί πλέον είναι εύλογη (…) Σʼ όλες τις εποχές συμβαίνει πολλά που πραγματικά έγιναν κι άλλα που ακόμα και τώρα γίνονται να τα κάνουν απίστευτα στους πολλούς εκείνοι που γύρω από ένα πυρήνα αληθείας δημιουργούν περίβλημα ψεύτικο. λένε δηλαδή πως μετά τον Λυκάονα πάντοτε όποιος θυσιάσει για τον λύκαιο Δία γίνεται λύκος, αλλά όχι για όλη του την ζωή. αν το καιρό που είναι λύκος δεν φάει ανθρώπινο κρέας, ξαναγίνεται άνθρωπος κατά το δέκατο έτος, άν όμως φάει, μένει για πάντα θηρίο» (Παυσανίας, «Αρκαδικά», VIII, 2, 3-3, 1). Τα στοιχεία που μας δίνονται μέχρι στιγμής από το απόσπασμα αυτό είναι δύο: α) ότι μαρτυρείται ανθρωποθυσία σε προϊστορική εποχή, και β) ο τελών την θυσία αυτή βασιλιάς Λυκάων, τιμωρείται για την ύβρη του απέναντι στον Δία και μεταμορφώνεται σε λύκο. Βεβαίως, το ότι όλα συμβαίνουν κατά την διάρκεια τελετής από έναν βασιλέα αρχιερέα είναι το στοιχείο που μας αποκαλύπτει την μυητική διάσταση του πράγματος. Έύλογα, όμως είναι και τα ερωτήματα που προκύπτουν: Γιατί, δηλαδή, ο ιερουργός – μύστης μεταμορφώνεται συγκεκριμένα σε λύκο (κι όχι σε κάποιο άλλο αγρίμι) και μάλιστα ύστερα από προσφορά που γίνεται επί του βωμού του λυκαίου Δία από ένα βασιλιά που ονομάζεται Λυκάων; Το συνθετικό «λυκ»που εμφανίζεται κυρίαρχο στην εξέλιξη του μύθου μέσα από ονόματα και επίθετα (και μόνο τυχαίο δεν είναι) ποια πληροφορία μας κωδικοποιεί; Ας τα πάρουμε τα πράγματα, λοιπόν, με την σειρά. Ενώ βλέπουμε ότι σύμφωνα με την παράδοση η θυσία του βρέφους είναι αυτή που προκαλεί την μεταμόρφωση σε λύκο, στην συνέχεια αναφέρεται ότι αυτό μπορεί να συμβεί στον οποιοδήποτε που θα θυσιάσει στον λύκαιο Δία, χωρίς βεβαίως να είναι ανάγκη να θυσιαστεί βρέφος, δηλαδή άνθρωπος. Για την ακρίβεια, ο τελετουργικός φόνος ανθρώπου είναι αδιανόητος όπως προκύπτει και από το κείμενο, αφού σε άλλο σημείο ο Παυσανίας γράφει ότι ο σύγχρονος του Λυκάωνα, Κέκροπας, θέσπισε να προσφέρονται στον ίδιο θεό ως θυσία γλυκίσματα «που τα ονομάζουν πελάνους» και απαγόρεψε την θυσία εμβίων όντων. Αμφότεροι οι δύο βασιλείς κατά τον Παυσανία, επιθυμούσαν δε να θεσπίσουν τους σωστότερους τρόπους για να λατρεύονται οι θεοί. Άρα, η αναφορά σε θυσία ανθρώπου και μάλιστα βρέφους εφʼ όσον ήταν αδιανόητη για τους λάτρεις του Διός όπως μαρτυρά και ο Πλούταρχος στα «Ηθικά» και συγκεκριμένα στο σύγγραμα «Περί Δεισιδαιμονίας», προφανώς αποτελούσε την τρομερή φήμη που κρατούσε μακρυά τους βέβηλους από τις μυστηριώδης τελετές των «Λύκων της Αρκαδίας». Η όλη ιστορία της ανθρωποθυσίας πρέπει να έχει τις ρίζες της στην εποχή που ο Κρόνος ήταν οικουμενικός άρχοντας αφού, σύμφωνα με τον Πλούταρχο, η Κρόνια λατρεία ήταν εκείνη που απαιτούσε ανθρωποθυσίες. Μάλιστα τόσο από τον Πλούταχο όσο και από τον Απίωνα πληροφορούμαστε ότι ανθρωποθυσίες τελούσαν οι Φοίνικες και οι Ιουδαίοι, μάλιστα οι λαοί αυτοί λάτρευαν τον Κρόνο, τον Τυφώνα (Σέτ ή Σεθ) και τους υπόλοιπους Τιτάνες, αντίθετα με τους Έλληνες που απέδιδαν τιμές τους Ολύμπιους. Είπαμε, λοιπόν, ότι το μυστικό κρύβεται στο συνθετικό «λυκ». Ανατρέχοντας στο λεξικό «Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης, Ι. Σταματάκου», και στο λήμα «ΛΥ΄ΚΗ», διαβάζουμε: «ΛΥ΄ΚΗ (=φως), απηρχαιωμένη λέξις, εξ ης τα: λυκάβας, λυκόφως, λύχνος, λύγδος λευκός, λατ. Luceo, luna (luc-na), lux κλπ. ». Βλέπουμε, ότι η σημασία του «λυκ» είναι εκείνη του φωτός και μάλιστα του ηλιακού ή αστρικού. Έτσι, ο αστέρας Σείριος που ονομαζόταν και Εωσφόρος στα λατινικά θα πάρει το όνομα «Lucifer» για να καταλήξει να θεωρείται από τους Χριστιανούς ο «έκπτωτος Άγγελος» που αντιμάχεται τον θεό τους. Βεβαίως, τώρα μπορούμε να αρχίσουμε σιγά σιγά να αποκωδικοποιούμε τους αρκαδικούς συμβολισμούς. Έτσι, ο Λυκάνθρωπος σημαίνει και ο «φωτεινός άνθρωπος», εκείνος που φέρει την μύηση του αστέρα Σείριου. Ως σύμβολο, υιοθετείται ο άγριος σκύλος, ο λύκος. Ας μην λησμονούμε εξάλλου ότι ο Σείριος ήταν ο σκύλος του Ωρίωνα όπως μαρτυρεί και ο Όμηρος: «εκείνον που κύνα του Ωρίωνος αποκαλούν» (Όμηρος, Ιλιάς, Ραψωδία Χ, στίχος 30). Αλλά και η ονομασία Αρκαδία, καθόλου τυχαία δεν είναι. Το συνθετικό «αρκ» στα σανσκριτικά έχει την σημασία του «φωτεινού, του φέροντος το φως του ηλίου». Το «αρκ» γίνεται και «αργ», ρίζα στις λέξεις άργυρος, αργοναύτες, Αργώ, Άργος κ.α. Ο άργυρος έχει απόλυτη σχέση με τον Σείριο διότι το χρώμα του αστέρα αυτού είναι το αργυρό, λευκό. Όμως, όπως μας πληροφορεί το λεξικό «Σταματάκου» η λέξη «λευκός» παράγεται από το «λύκη». Βλέπουμε, λοιπόν, ότι η παράδοση αυτή είναι ένας κύκλος κωδικοποιημένων εννοιών που μόνο μέσα από την ελληνική γλώσσα και την αστρονομία μπορούμε να συμπληρώσουμε το «παζλ». Γιατί, όμως, ο Σείριος έχει ως σύμβολο του τον σκύλο και γιατί ονομάστηκε Αστερισμός του Μεγάλου Κυνός; Την απάντηση δίνει ο αρχιερέας των Δελφών Πλούταρχος στο γνωστό έργο του «Περί Ίσιδος και Οσίριδος»: «… έχει ο Άνουβις τέτοια δύναμη όση η Εκάτη στους Έλληνες… (…) Για τούτο, καθώς γεννά τα πάντα από μόνος του και κυοφορεί (κύων) επονομάζεται σκύλος (κύων)» (368 E&F). Ενώ μερικές αράδες παρακάτω, ο Πλούταρχος επαναλαμβάνει: «Το όνομα τούτο σημαίνει την εγκυμοσύνη ή την κυοφορία. Για τούτο με παραφθορά του ονόματος «κύων» ονόμασαν το άστρο που θεωρούσαν χαρακτηριστικό της Ίσιδος» (375 D). Ο Πλούταρχος εξηγεί ότι ο κώδικας έχει να κάνει με παρετυμολογία της λέξης «κύων», αφού ο ίδιος θεωρεί τον Σείριο μία ουράνια μήτρα, μία παρθένα Μεγάλη Θεά που κυοφορεί από μόνη της και οι Αιγύπτιοι έβλεπαν στο πρόσωπο της την Ίσιδα οι δε Έλληνες την Αθηνά. Γιʼ αυτό τον λόγο εξάλλου, στον Παρθενώνα της Αθήνας στις 24 Ιουλίου, ημερομηνία όπου εορταζόταν η γέννηση της θεάς Αθηνάς, ο Σείριος ευθυγραμμίζεται με τον σηκό του ναού. Στην Αρκαδία όπου οι αρχαίες παραδόσεις διατηρούνταν στο ακέραιο, οι μύστες προφανώς έφεραν τομάρια λύκων συμβολικά για να τονίσουν την ηλιακή σημασία των τελετών που πρωτοστατούσαν. Οι αμύητοι τους έβλεπαν ως ανθρώπους – λύκους αγνοώντας φυσικά την ουσιαστική σημασία της αμφίεσης τους. Όπως και ο ιεροφάντης της Ελευσίνας φορούσε τομάρι Κριού, διότι ο Κριός ήταν ένα άλλο ηλιακό σύμβολο κατά την ζωδιακή εποχή του οποίου, ο Ήλιος ήταν στον Κριό. Αναλόγως παλαιότερα, κατά την αστρολογική εποχή του Ταύρου έχουμε τον αρχιερέα Μινώταυρο που μυεί εντός του λαβυρίνθου της Κνωσσού. Επίσης, σημαντική είναι η εμπλοκή στην όλη ιστορία του Ανούβεως και της Εκάτης που σε πολλές παραστάσεις ήταν σκυλόμορφη. Ο Άνουβις δε ήταν ο κατεξοχήν σκυλόμορφος θεός των Αιγυπτίων. Η αιγυπτιακή θρησκεία, όμως, σύμφωνα με τον Πλούταρχο στο «Περί Ίσιδος και Οσίριδος» ήταν ελληνικής καταγωγής, πράγμα που ομολογεί και ο Ορφέας στα «Αργοναυτικά» του όπου ισχυρίζεται ότι εκείνος δίδαξε τα ιερά μυστήρια στους Αιγυπτίους. Έτσι, αντιλαμβανόμαστε ότι η σειριακή αιγυπτιακή θρησκεία εδώθη στους Αιγυπτίους από τους προκατακλυσμιαίους Έλληνες, πράγμα που προκύπτει και από τον «Τίμαιο» του Πλάτωνα, από τα «Αιγυπτιακά» του Μανέθωνος αλλά και από τον Διόδωρο τον Σικελιώτη. Η επιβεβαίωση για την σχέση Σείριου και Κυνοκέφαλων μας δίνεται όμως, στο παρακάτω απόσπασμα από την "Αληθινή Ιστορία" του Λουκιανού, εκεί που περιγράφει τα στρατεύματα των συμμάχων του Ήλιου: "Κοντά τους ήσαν οι Κυνοβάλανοι, που τους στείλανε στον Φαέθωνα οι κάτοικοι του Σείριου, κι' ήσαν κι' αυτοί πέντε χιλιάδες άντρες σκυλομούρηδες, που πολεμούσαν καθισμένοι επάνω σε φτερωτά βελανίδια" (Λουκιανός, "Αληθινή Ιστορία", Α 83). Από την άλλη ο Ηρόδοτος αναφέρει μία φυλή Σκυθών, τους Νευρούς οι οποίοι είχαν ανάλογες τελετές: «Αυτοί είναι ίσως οι Νευροί που είναι μάγοι και αυτό γιατί και οι Σκύθες και οι Έλληνες που ζουν στη Σκυθία λένε ότι μία φορά τον χρόνο, κάθε Νευρός γίνεται λύκος και αφού παραμένει έτσι για λίγες μέρες, επιστρέφει στην αρχική του μορφή». («Μελπομένη», Βιβλίο Δ΄, 105). Η διευκρίνηση του Ηροδότου ότι οι Νευροί ήταν μάγοι, μας κάνει να υποψιαστούμε ότι μάλλον αποτελούσαν ιερατική κάστα που γνώριζε και διατηρούσε μέσα από ανάλογο τελετουργικό, την ίδια μυητική παράδοση. Την λυκανθρωπική παράδοση και την λατρεία των Κυνοκέφαλων θεών δεν μπόρεσε ούτε ο Χριστιανισμός να σβήσει. Έτσι, κατά τα πρώτα χρόνια της ύπαρξης της νέας θρησκείας, και επί του αυτοκράτορος Δεκίου (249 – 251 μ.Χ.) ένας νεοφώτιστος Χριστιανός ο Ρεπροβέ, ανακηρύχτηκε άγιος σκυλοκέφαλος! Σύμφωνα με τον «Μεγάλο Συναξαριστή της Ορθ. Εκκλησίας» ο άγιος αυτός που ονομάστηκε αργότερα Χριστοφόρος ήταν ένας λυκάνθρωπος: «Τότε λοιπόν, κόμης τις του Βασιλέως, ενώ επολέμει κατʼ άλλων εθνών συνάντησε εις τον πόλεμον τον θείον τούτον Χριστοφόρον, όστις κατήγετο από φυλήν κυνοπροσώπων και τον ηχμαλώτισεν». Ο «Συναξαριστής» τον περιγράφει ως εξής: «Οι οδόντες του εξέρχονται έξω του στόματος του, ως του χοίρου, η δε κεφαλή του είναι ως του σκύλου…». Βλέπουμε, λοιπόν, ότι οι Χριστιανοί «πατέρες» προσπαθώντας να βρουν υποκατάστατο του Ανούβεως και εν γένει της σειριακής παράδοσης συνέθεσαν στοιχεία από προγενέστερες παραδόσεις για να δημιουργήσουν τον σκυλοκέφαλο άγιο. Έτσι, η φυλή του Ηροδότου που μεταλλάσεται σε λύκους, γίνεται η γενιά από την οποία κατάγεται ο Ρεπροβέ (Χριστοφόρος). Ο μύθος του μαρτυρίου του «ντύνεται» με χαρακτηριστικές περιγραφές της σκυλομορφίας του, ενώ οι αγιογράφοι τον παριστάνουν ως έναν Χριστιανό Άνουβι. Όλα αυτά μας φωτίζουν μία ακόμη άγνωστη πτυχή των οδών εκχριστιανισμού που ακολουθήθηκαν προς τις λαϊκές μάζες οι οποίες δεν έδειχναν διατεθειμένες να εγκαταλείψουν τους αρχαίους θεούς αλλά και τα σύμβολα τους. Στον εν λόγω άγιο, ο Χριστιανισμός έβαλε παραπάνω νερό στο κρασί του απʼ όσο συνήθιζε. Εδώ δεν ήταν αρκετό απλά να αγιοποιηθεί ένας δημοφιλής θεός, όπως συνέβη για παράδειγμα με τον Άγιο Βάκχο. Εδώ έπρεπε να υιοθετηθεί και η παράσταση του συμβόλου. Έτσι, μέχρι σήμερα, το σύμβολο του λυκάνθρωπου επιβιώνει στις αγιογραφίες ορθοδόξων ναών με τον σκυλόμορφο Άγιο Χριστοφόρο. ΠΗΓΗ με την ευγενική χορηγία του Στέφανου Μυτιληναίου 

Δευτέρα 18 Μαΐου 2015


Sirius, The God * Dog Star
The effect of Sirian energy and influences generated approximately 18 years ago, in 1993 / 1994 (the last cycle when Sirius A and B were closest), have created renewed interest in this most influential heavenly body. The history books and religions of the world have had much to say about the God * Dog star. This article reflects on our ancestors' beliefs and inspired insights into a great mystery ~ the mystery of the Dog Star and its influences on our little corner of the universe.
Sirius was an object of wonder and veneration to all ancient peoples throughout human history. In the ancient Vedas this star was known as the Chieftain's star; in other Hindu writings, it is referred to as Sukra, the Rain God, or Rain Star. The Dog Star is also described as "he who awakens the gods of the air, and summons them to their office of bringing the rain."
By the ancient Egyptians, Sirius was revered as the Nile Star, or Star of Isis. Its annual appearance just before dawn at the June 21 solstice, heralded the coming rise of the Nile, upon which Egyptian agriculture depended. This particular helical rising is referred to in many temple inscriptions, wherein the star is known as the Divine Sepat, identified as the soul of Isis.
For example, in the temple of Isis-Hathor at Dedendrah, Egypt, appears the inscription, "Her majesty Isis shines into the temple on New Year's Day, and she mingles her light with that of her father on the horizon." The Arabic word Al Shi'ra resembles the Greek, Roman, and Egyptian names suggesting a common origin in Sanskrit, in which the name Surya, the Sun God, simply means the "shining one."
For up to 35 days before and 35 days after our sun conjuncts the star Sirius ~ close to July 4 ~ it is hidden by the sun’s glare. The ancient Egyptians refused to bury their dead during the 70 days Sirius was hidden from view because it was believed Sirius was the doorway to the afterlife, and the doorway was thought to be closed during this yearly period.
In mythology the dog Sirius is one of the watchmen of the Heavens, fixed in one place at the bridge of the Milky Way, keeping guard over the abyss into incarnation. Its namesake the Dog Star is a symbol of power, will and steadfastness of purpose, exemplifying the initiate who has succeeded in bridging the lower and higher consciousness.
Located just below the Dog Star is the constellation called Argo, the Ship. Astrologically this region in the sky has been known as the River of Stars, gateway to the ocean of higher consciousness.
The Chinese recognized this area as the bridge between heaven and hell ~ the bridge of the gatherer, the judge. In the higher mind are gathered the results of the experiences of the personality.
Between each life the Soul judges its past progress, and also the conditions needed to aid its future growth. As long as it is attached to desire, sensation, and needs experiences, the Soul continues to come into incarnation. Until it is perfected, the Soul cannot pass over, or through, the Bridge.
The association of Sirius as a celestial dog has been consistent throughout the classical world; even in remote China, the star was identified as a heavenly wolf. In ancient Chaldea (present day Iraq) the star was known as the "Dog Star that Leads," or it was called the "Star of the Dog." In Assyria, it was said to be the "Dog of the Sun." In still older Akkadia, it was named the "Dog Star of the Sun."
In Greek times Aratus referred to Canis Major as the guard dog of Orion, following on the heels of its master and standing on its hind legs with alpha star Sirius carried in its jaws. The concept of the mind slaying the real can be seen in the tales which relate the dog as the hunter and killer ~ the hound from hell.
Manilius called Canis Major the "dog with the blazing face." Also called the Large Dog, Sirius appears to cross the sky in pursuit of the Hare, represented by the constellation Lepus under Orion's feet.
Mythologists such as Eratosthenes said that the constellation represents Laelaps, a dog so swift that no prey could escape it. Laelaps had a long list of owners. One story says it is the dog given by Zeus to Europa, whose son Minos, King of Crete, passed it on to Procris, daughter of Cephalus. The dog was presented to Procris along with a javelin that could never miss. Ironically, Cephalus accidentally killed her while out hunting with Laelaps.
Cephalus inherited the dog and took it with him to Thebes, north of Athens, where a vicious fox was ravaging the countryside. The fox was so swift that it was destined never to be caught ~ yet Laelaps the hound was destined to catch whatever it pursued.
Off they went, almost faster than the eye could follow, the inescapable dog in pursuit of the uncatchable fox. At one moment the dog would seem to have its prey within grasp, but could only close its jaws on thin air as the fox raced ahead of it again. There could be no resolution of such a paradox, so Zeus turned them both to stone and placed the dog in the sky without the fox.
In the Chinese tradition, there is a remarkable analogy in the double meaning of the word Spirit and the word Sing (star). Shin and Sing, the Chinese words for soul and essence, are often interchangeable, as they are in the English language.
It is said that the fixed stars, and their domain, contain the essences or souls of matter ... a living soul is a higher essence of matter, and when evolved may also be called a star. These stars and essences become gods.
Like souls, stars are regarded as having divine attributes. Stars look down from regions of chaotic, violent, purity onto the world of humanity and influence the energies of humankind invisibly, yet most powerfully.

In June of 1993, as our sun covered Sirius from the Earth's view, the largest flood of the past century occurred. The waters of the Mississippi, the Nile River of the U.S., overflowed its banks. The flood that year continued until the middle of August. When Sirius re-appeared from behind the sun, the flood waters receded and the immediate life-threatening crisis subsided. Could this have been a reflection of the great rivers of energies streaming out from Sirius?

Τετάρτη 6 Μαΐου 2015

Οι Έλληνες στη Βακτριανή (και στην Ινδία): μέρος Δ΄


 
Από όλους τους Έλληνες ηγεμόνες της Βακτριανής, ο Ευκρατίδης ήταν αυτός που βασίλεψε στη μεγαλύτερη επικράτεια. Ωστόσο, μετά τον θάνατό του το κατά τα φαινόμενα ισχυρό αυτό βασίλειο θα διαλυθεί αρκετά γρήγορα. Είδαμε στο προηγούμενο μέρος ότι, σύμφωνα με την παράδοση που μας μεταφέρει ο Ιουστίνος, ο Ευκρατίδης δολοφονήθηκε από κάποιον από τους γιους του κατά την επιστροφή από εκστρατεία στην κοιλάδα του Ινδού ποταμού. Δεν ξέρουμε ποιός ακριβώς τον διαδέχθηκε. Βάσει των νομισματικών μαρτυριών, τρεις είναι οι υποψήφιοι διάδοχοι (κι αν πιστέψουμε τον όχι ιδιαίτερα αξιόπιστο Ιουστίνο και πατροκτόνοι): ο Ευκρατίδης Β΄, ο Πλάτων και ο Ηλιοκλής. Ελλείψει άλλων ιστορικών πηγών μπορούμε να κάνουμε μόνον υποθέσεις. Ίσως ο Ευκρατίδης Β΄ να υπήρξε ο άμεσος διάδοχος του πατέρα του, ενώ ο Πλάτων, ο επονομαζόμενος και Επιφανής, μάλλον βασίλεψε σε μια περιορισμένη επικράτεια που περιελάμβανε τους Παροπαμισάδες και το νότιο τμήμα της Βακτριανής. Η χρονολόγηση των νομισμάτων και των δύο παρέχει ενδείξεις για σύντομη περίοδο βασιλείας, από το 145 έως το 140 π.Χ. Η πιο πιθανή υπόθεση είναι ότι μετά τον θάνατο του Ευκρατίδη Α΄, ακολούθησε έντονη εμφύλια διαμάχη στη οποία θα πρέπει να ενεπλάκη και ο Ηλιοκλής και η οποία οπωσδήποτε εξασθένησε ακόμη περισσότερο το βασίλειο της Βακτριανής. Κατά πάσα πιθανότητα, γύρω στα 140 ο Ηλιοκλής καθίσταται κυρίαρχος ολόκληρου του κράτους. Οι περισσότεροι ιστορικοί θεωρούν ότι ο Ηλιοκλής, ο επονομαζόμενος Δίκαιος, ήταν γιος του Μεγάλου Ευκρατίδη. Το παράδοξο είναι ότι ούτε στα νομίσματα του Ηλιοκλή ούτε στα νομίσματα των άλλων υπάρχει απεικόνιση των Διόσκουρων, των προστατών του Ευκρατίδη Α΄ (στα νομίσματα του Ηλιοκλή απεικονιζόταν ο Δίας, σ’ αυτά του Ευκρατίδη Β΄ ο Απόλλων με το τόξο του, στα νομίσματα του Πλάτωνα, τέλος, ο Ήλιος και μάλιστα με τρόπο που ίσως μαρτυρά επίδραση από την ινδική τεχνοτροπία). Σε κάθε περίπτωση, ο Ηλιοκλής θα αποτελέσει τον τελευταίο μονάρχη της ελληνιστικής Βακτριανής: μετά από αυτόν η ελληνική κυριαρχία θα επιβιώσει (με δυσκολίες, αλλά για ενάμισι αιώνα) μόνο στις περιοχές νοτίως του Ινδικού Καυκάσου. 
Ρέκβιεμ για την ελληνιστική Βακτριανή: Τί μπορεί να συνέβη στη Βακτριανή; Ο σκληρός εμφύλιος που υποθέτουμε ότι ακολούθησε τον θάνατο του Ευκρατίδη (και που, βέβαια, δεν ήταν ο πρώτος τον οποίο γνώρισε το βασίλειο) εξάντλησε τις στρατιωτικές δυνάμεις και έπληξε ανεπανόρθωτα τη συνοχή του κράτους. Σ’ αυτό θα συνέβαλαν και οι διαρκείς προσπάθειες του Ευκρατίδη Α΄ να υποτάξει τους ανεξάρτητους Έλληνες ηγεμόνες της Ινδίας. Θα πρέπει να υπήρχαν κι άλλα αίτια, ίσως κοινωνικές ταραχές ή και οικονομική κρίση. Ξέρουμε όμως τόσο λίγα για τη διοικητική και στρατιωτική οργάνωση και την κοινωνική δομή της ελληνιστικής Βακτριανής που πάλι περιοριζόμαστε σε υποθέσεις. Το βέβαιο είναι ότι σ’ αυτήν την περίοδο εσωτερικής αστάθειας οι εξωτερικοί κίνδυνοι γίνονται πιο απειλητικοί από ποτέ. Οι Πάρθοι του Μιθριδάτη Α΄ Αρσάκη Ε΄ συνεχίζουν να αποσπούν εδάφη στα δυτικά (τούτο θα πρέπει να είχε ξεκινήσει ήδη από τα χρόνια της βασιλείας του Μεγάλου Ευκρατίδη). Την Παρθική ισχύ θα δοκιμάσουν άλλωστε και οι ίδιοι οι Σελευκίδες οι οποίο σύντομα θα χάσουν όχι μόνο ό,τι τους είχε απομείνει από τις Άνω Σατραπείες, αλλά και την ίδια την κοιτίδα της δυναστείας τους, τη Βαβυλωνία (141). Μοιραίος κίνδυνος, όμως, θα αποδειχθεί αυτός των νομαδικών ιρανικών φυλών στα βόρεια και βορειοανατολικά του βασιλείου. Καθοριστικό θα αποβεί ένα «ντόμινο» μετακινήσεων νομαδικών λαών τις οποίες θα πυροδοτήσει η εξάπλωση, τόσο προς τα δυτικά όσο και προς τα ανατολικά, ενός μάλλον πρωτοτουρκικού λαού, τον οποίο τα κινεζικά χρονικά ονομάζουν Χιόνγκ-Νου και κάποιοι ιστορικοί θεωρούν πρόγονο των Ούνων. Οι Χιόνγκ-Νου θα απωθήσουν προς τα δυτικά μια ομάδα ιρανόφωνων νομαδικών λαών, τους Τοχάριους (ή «Τόχαρους» κατά τον Στράβωνα: βιβλίο ΙΑ΄, 8, 2) ή, σύμφωνα με τις κινεζικές πηγές, Γουέ-Σι ή Γουέ-Τζι, οι οποίοι ζούσαν στην κοιλάδα του ποταμού Ταρίμ στο σημερινό κινεζικό Τουρκεστάν. Με τη σειρά τους, οι Τοχάριοι θα κινηθούν δυτικά-νοτιοδυτικά και θα αναγκάσουν σε αντίστοιχη μετακίνηση τους σκυθικούς λαούς (Σάκες, Δάχες κ.λπ.) που κινούνταν στη βόρεια μεθόριο της Βακτριανής. Έτσι, το ελληνιστικό κράτος θα αναγκαστεί να αντιμετωπίσει δύο διαδοχικά κύματα εισβολών. Η πρώτη εισβολή (από τους Σάκες;) θα πρέπει να ξεκίνησε ήδη από τα χρόνια του Ευκρατίδη Β΄, ο οποίος στα τελευταία νομίσματά του ονομάζεται πλέον «Σωτήρ», στοιχείο που μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι πρέπει να είχε αναλάβει κάποια προσπάθεια άμυνας του βασιλείου, μάλλον κατά των νομάδων, προσπάθεια που φαίνεται ότι αποδείχθηκε μοιραία για τον ίδιο. Ό,τι και να συνέβη, είναι βέβαιο ότι όταν ο Ηλιοκλής αναλαμβάνει τα ηνία της Βακτριανής η κατάσταση είναι πλέον εξαιρετικά κρίσιμη και, ενδεχομένως, μη αναστρέψιμη. Ήδη, εξαιτίας και των παρθικών εισβολών, έχουν απωλεσθεί όλα τα εδάφη στα δυτικά και έχουν απομείνει μόνον η καθαυτό Βακτριανή και η Σογδιανή, ή μάλλον ένα τμήμα τους: οι επιθέσεις των νομάδων έχουν καταστρέψει όλες τις πόλεις του Βορρά (ανάμεσα τους και η «Ευκρατίδεια» του Άι Χανούμ). Προφανώς ο Ηλιοκλής θα προσπαθήσει, αλλά το πανταχόθεν βαλλόμενο βασίλειό του δεν έχει πια τις δυνάμεις να αντισταθεί. Γύρω στα 135 (κατ’ άλλους στα 130 π.Χ.) γράφεται η τελευταία σελίδα της ιστορίας της ελληνικής Βακτριανής: ο Ηλιοκλής πιθανότατα σκοτώθηκε μαχόμενος κατά των Τοχάριων νομάδων. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι ίσως επέζησε και μετακίνησε την έδρα του βασιλείου του στους Παροπαμισάδες ή στην Αραχωσία. Το βέβαιο είναι ότι μετά το 130 π.Χ. δεν υπάρχουν ουσιαστικά περιοχές υπό ελληνική κυριαρχία βορείως του Ινδικού Καυκάσου.
Τί απέγινε ο ελληνισμός της Βακτριανής; Οι εισβολές των νομάδων είχαν ως συνέπεια την καταστροφή και ερήμωση πόλεων (κυρίως στη Σογδιανή και στο βόρειο τμήμα της Βακτριανής), μεγάλες υλικές καταστροφές και σοβαρές απώλειες όσον αφορά το ανθρώπινο δυναμικό. Όλα αυτά όμως δεν συνεπάγονται ότι το ελληνικό στοιχείο εξαφανίστηκε από την περιοχή. Καταρχάς, οι νομάδες (Σάκες και Τοχάριοι) δεν προχώρησαν άμεσα στη σύσταση κάποιου κρατικού μορφώματος. Όπως φαίνεται από τη μαρτυρία του Κινέζου διπλωμάτη και περιηγητή Τσανγκ Κιεν ή Τζάνγκ Κιαν, ο οποίος ταξίδεψε στη Βακτριανή γύρω στα 125 π.Χ., στην περιοχή υπήρχαν αρκετές πόλεις που πλήρωναν φόρο υποτελείας στους Τοχάριους νομάδες. Οι κάτοικοι των πόλεων αυτών ζούσαν κυρίως από το εμπόριο (ο Τσανγκ Κιεν αναφέρεται σαφώς σε εμπόριο με τις περιοχές της βορειοδυτικής Ινδίας). Μπορούμε να υποθέσουμε ότι οι πόλεις αυτές είχαν ελληνικό χαρακτήρα όσον αφορά τη διοικητική και κοινωνική οργάνωση και τον πολιτισμό. Τα στοιχεία αυτά δεν πρέπει να άφησαν ανεπηρέαστους ούτε τους νομάδες: η συνέχεια της ιστορίας καταδεικνύει ότι θα πρέπει να υπήρξε αρκετά γρήγορα ένας σχετικός εξελληνισμός των ελίτ των Τοχάριων. Όταν πια, κατά τον 1ο μ.Χ. αιώνα, οι Κουσάν, μια από τις φυλές των Τοχάριων, κατορθώσει να οργανώσει σε κράτος μια εκτεταμένη επικράτεια που περιελάμβανε εδάφη στην Κεντρική Ασία και στη Βόρεια Ινδία, οι ελληνιστικές επιρροές καθίστανται εμφανείς. Ο πρώτος γνωστός σε μας Κουσάν μονάρχης έφερε το ελληνικότατο όνομα Ηραίος. Οι βασιλείς τους έκοβαν νομίσματα με βάση το πρότυπο του αττικού τετράδραχμου, τα οποία έφεραν αρχικά επιγραφές στην ελληνική γλώσσα και στη συνέχεια στη γλώσσα τους (η οποία ονομάσθηκε βακτριανή), χρησιμοποιώντας όμως πάντα το ελληνικό αλφάβητο (στο οποίο προσέθεσαν ένα γράμμα για το παχύ σίγμα που είχε η γλώσσα τους, όπως μπορείτε να διαβάσετε πιο αναλυτικά στην κατατοπιστικότατη ανάρτηση εκλεκτού φίλου στο φόρουμ  Λεξιλογία). Εκτός από διάφορες ιρανικές θεότητες, οι Κουσάν λάτρευαν και τους θεούς των Ελλήνων (σώζονται π.χ. αναπαραστάσεις του Ηφαίστου, του Ήλιου, του Ηρακλή ή ακόμη του Σέραπι). Ένας από τους σημαντικότερους βασιλείς τους, ο Κανίσκα ασπάσθηκε τον βουδισμό (που πρέπει να είχε σημαντικό αριθμό πιστών μεταξύ των μελών της άρχουσας τάξης των Κουσάν): οι περισσότεροι ειδικοί πιστώνουν στους Κουσάν την ιδιαίτερη ελληνοβουδιστική τέχνη  που αναπτύχθηκε κυρίως στη Γκαντάρα.
Από τα ιστορικά στοιχεία αυτά προκύπτει το συμπέρασμα ότι η ελληνική παρουσία στη Βακτριανή εξακολούθησε να είναι σημαντική, ιδίως σε οικονομικό και πολιτιστικό επίπεδο, και να ασκεί επίδραση στους (Ιρανούς) νέους κυρίαρχους της περιοχής. Η αφομοίωση του ελληνικού στοιχείο από τους ιρανικούς πληθυσμούς της Κεντρικής Ασίας πρέπει να ήταν εξαιρετικά αργή διαδικασία, η ολοκλήρωση της οποίας πρέπει να χρειάσθηκε μερικούς αιώνες.
Ο ελληνισμός νοτίως του Ινδικού Καυκάσου – Μένανδρος ο Σωτήρ: Τα όρη του Ινδικού Καυκάσου λειτούργησαν ως φυσικό ανάχωμα που ανέκοψε (για μερικές δεκαετίες) την κάθοδο των νομάδων προς τα νότια και την ινδική χερσόνησο. Επομένως, τα ελληνιστικά βασίλεια του ευρύτερου ινδικού χώρου είχαν τη δυνατότητα να συνεχίσουν να αναπτύσσονται, ενώ πιθανότατα ενισχύθηκε και ο ελληνικός πληθυσμός τους από Έλληνες των περιοχών που κατέλαβαν ή λεηλάτησαν οι νομάδες.
Όπως είδαμε στο προηγούμενο μέρος της διήγησης, η προσπάθεια του Ευκρατίδη Α΄ να θέσει υπό την κυριαρχία του το σύνολο των ελεγχόμενων από Έλληνες εδαφών της Ινδίας συνάντησε τη σθεναρή αντίσταση ενός άλλου Έλληνα μονάρχη της Ινδίας, του Μενάνδρου (πιθανότερη περίοδος βασιλείας: 155-130 π.Χ.), ο οποίος πρέπει να είχε τη βάση της δύναμής του στο Παντζάμπ (βλ. Edouard Will “Histoire politique du monde hellénistique”, Presses universitaires de Nancy, 2η έκδ. 1979-1982, επανέκδ. Seuil, 2003, τ. ΙΙ, σελ. 415). Άλλωστε, πρωτεύουσά του θεωρείται ότι ήταν τα  Σάγαλα, η σημερινή Σιαλκότ του Πακιστάν. Παρότι ο Μένανδρος είναι ο μόνος Έλληνας μονάρχης της Ινδίας που μνημονεύουν οι αρχαιοελληνικές πηγές, δεν γνωρίζουμε τίποτε για την καταγωγή του. Διάφορες υποθέσεις έχουν διατυπωθεί σχετικά: για κάποιους πρέπει να ήταν στρατηγός ή/ και συγγενής του Δημήτριου. Πιο πιθανό μοιάζει να ήταν συγγενής ή συνεργάτης του Απολλόδοτου ή ίσως του Αντίμαχου. Μπορεί, τέλος, να προερχόταν από την ελληνική αριστοκρατία της περιοχής χωρίς να έχει κάποια συγγένεια με τους παραπάνω. Πάντως, αφού συγκράτησε αρχικά τις επιθέσεις του Ευκρατίδη, εκμεταλλεύθηκε στη συνέχεια την αναταραχή που επικράτησε μετά τον θάνατο του αντιπάλου του και επεκτάθηκε προς βορράν καταλαμβάνοντας τους Παροπαμισάδες, τμήματα της Αραχωσίας και, ίσως, τη Γκαντάρα. Η αρχαία παράδοση, ελληνική και ινδική, φαίνεται να αποδίδει στον Μένανδρο μεγάλες κατακτήσεις, τόσο προς το δέλτα του Ινδού όσο και προς τις εκβολές του Γάγγη και την Παταλιπούτρα (Παλίβοθρα). Στο σημείο αυτό παραθέτουμε εκ νέου το αμφιλεγόμενο απόσπασμα του Στράβωνα, ο οποίος χρησιμοποίησε ως πηγή το έργο του Απολλόδωρου του Αρταμιτηνού:
» Τοσοῦτον δὲ ἴσχυσαν οἱ ἀποστήσαντες Ἕλληνες αὐτὴν διὰ τὴν ἀρετὴν τῆς χώρας ὥστε τῆς τε Ἀριανῆς ἐπεκράτουν καὶ τῶν Ἰνδῶν, ὥς φησιν Ἀπολλόδωρος ὁ Ἀρταμιτηνός, καὶ πλείω ἔθνη κατεστρέψαντο ἢ Ἀλέξανδρος, καὶ μάλιστα Μένανδρος εἴ γε καὶ τὸν Ὕπανιν διέβη πρὸς ἔω καὶ μέχρι τοῦ Ἰμάου προῆλθἐ τὰ μὲν αὐτὸς τὰ δὲ Δημήτριος ὁ Εὐθυδήμου υἱὸς τοῦ Βακτρίων βασιλέως· οὐ μόνον δὲ τὴν Παταληνὴν κατέσχον ἀλλὰ καὶ τῆς ἄλλης παραλίας τήν τε Σαραόστου καλουμένην καὶ τὴν Σιγέρδιδος βασιλείαν» (Στράβων, ΙΕ΄, 1, 27).
Η Γιούγκα Πουράνα, ινδικό ιερό κείμενο που γράφηκε στα μέσα του 3ου αιώνα μ.Χ. και καταγράφει με τη μορφή προφητείας ιστορικά γεγονότα του 2ου π.Χ. αιώνα, κάνει λόγο για μια μεγάλη εισβολή των Γιαβάνα (Ιώνων, δηλ. των Ελλήνων), η οποία χρονολογείται γύρω στα μέσα του 2ου αιώνα π.Χ. (άρα στην εποχή βασιλείας του Μενάνδρου). Το κείμενο αναφέρει ότι οι Έλληνες θα καταλάβουν τη Σακέτα (στο δυτικό τμήμα του αρχαίου βασιλείου της Κοσάλας), την περιοχή της Μαθούρας και, τέλος, την κάποτε αυτοκρατορική πρωτεύουσα Παταλιπούτρα. 
Η ασάφεια των πηγών έχει ως φυσική συνέπεια τη διαφωνία των ειδικών. Ο A. K. Narain (“The Indo-Greeks”, κεφ. ΙV, ειδ. σελ. 90) δέχεται ως χώρο κυριαρχίας του Μενάνδρου μόνο το Παντζάμπ, αρνούμενος τόσο τις κατακτήσεις στις εκβολές του Ινδού όσο και αυτές στην κοιλάδα του Γάγγη. Υποστηρίζει μάλιστα ότι οι Έλληνες δεν είχαν συμφέρον να απομακρυνθούν από τις βάσεις τους στον ιρανικό χώρο. Ο Alberto Simonetta, όμως [«A new essay on the Indo-Greeks, the Sakas and the Pahlavas», East and West vol. IX (1958), σελ. 154-173, ειδ. σελ. 162)], πίστευε ότι, αντιθέτως, οι εισβολές των νομάδων υποχρέωναν τους Έλληνες να αναζητήσουν διέξοδο προς τη θάλασσα και επομένως να φτάσουν μέχρι το δέλτα του Ινδού ποταμού.
Δεν αποκλείεται οι κατακτήσεις στην ανατολική Ινδία να ήταν προσωρινές. Ίσως να μην ήταν καν κατακτήσεις, αλλά απλές επιδρομές. Αυτό που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί είναι ότι ο Μένανδρος υπήρξε ο ισχυρότερος από τους Έλληνες βασιλείς της Ινδίας. Το πλήθος νομισμάτων του που έχουν βρεθεί ενισχύει την άποψη αυτή. Στα περισσότερο από αυτά απεικονίζεται ο ίδιος (συνήθως κρατώντας δόρυ) και η προστάτιδά του θεά, η Αλκίδημος Αθηνά. Στην πλειονότητά τους, τα νομίσματα του Μενάνδρου είναι δίγλωσσα (ελληνικά και ινδικά πάλι με γραφή χαρόσθι): η πρωτοτυπία των δίγλωσσων νομισμάτων του έγκειται στο ότι αυτά ακολουθούν για πρώτη φορά το ελληνικό πρότυπο του αττικού τετραδράχμου (τα δίγλωσσα νομίσματα των προκατόχων του είχαν κοπεί με βάση τα ινδικά πρότυπα και είχαν τετράγωνο περίπου σχήμα). 
Ο Μένανδρος και ο βουδισμός: Παραδόξως, το κείμενο που εξασφάλισε κυρίως την υστεροφημία του Μενάνδρου είναι η Μιλίντα Πάνια («Οι ερωτήσεις του Μιλίντα», δηλ. του Μενάνδρου) ένα βουδιστικό κείμενο γραμμένο σε πάλι ινδικά το οποίο καταγράφει τον διάλογο του Έλληνα βασιλιά με τον βουδιστή σοφό Ναγκασένα.Σύμφωνα με την παράδοση που μεταφέρει το κείμενο αυτό, ο Μένανδρος ασπάστηκε τον βουδισμό μετά τη συνάντησή του με τον σοφό, παρέδωσε το βασίλειο στον γιο του και έζησε την υπόλοιπη ζωή του ως βουδιστής μοναχός, φτάνοντας μάλιστα το επίπεδο τουαρχάτ, δηλαδή την πνευματική γαλήνη που προσεγγίζει τη νιρβάνα.
Οι ισχυρισμοί του βουδιστικού κειμένου φαίνονται υπερβολικοί. Βεβαίως, δεν υπάρχει κανένας λόγος να αμφισβητηθεί ότι ο Μένανδρος (όπως και άλλοι Έλληνες μονάρχες) ήταν ευνοϊκά διακείμενος προς τον βουδισμό, τουλάχιστον για λόγους αμιγώς πολιτικούς. Για ποιό λόγο να μην ευνοήσει ένας μονάρχης τη θρησκευτική/ φιλοσοφική διδασκαλία που ευαγγελίζεται κατ’ ουσία την εγκατάλειψη των εγκοσμίων ή έστω την αδιαφορία για αυτά, ιδίως όταν ο βασιλιάς αυτός είναι αλλογενής ως προς τον χώρο κυριαρχίας του και δεν έχει δεσμούς με τον ινδουϊσμό, τον «φυσικό» αντίπαλο του βουδισμού; Δεν αμφισβητείται επίσης ότι ο βουδισμός γνώρισε διάδοση μεταξύ των Ελλήνων: σύμφωνα λ.χ. με τηΜαχαβάμσα («Το Μεγάλο Χρονικό»), ιστορικό ποίημα που γράφηκε στη Σρι Λάνκα, τον 2ο αιώνα π.Χ., επισκέφτηκε το νησί προερχόμενος «από την Αλασάντα (που υποθέτουμε ότι πρόκειται για την Αλεξάνδρεια του Καυκάσου στους Παροπαμισάδες) ο Γιόνα (Έλληνας) σοφός Μαχανταμμαρακχάτα με τριάντα χιλιάδες μοναχούς». Πέραν των υπερβολών του, το κείμενο αποδεικνύει ότι υπήρχαν Έλληνες που ασπάσθηκαν τον βουδισμό, κάτι που επιβεβαιώνεται και από επιγραφικές μαρτυρίες που αποδεικνύουν ότι ο Μένανδρος υπήρξε προστάτης του βουδισμού. Αυτό, όμως, δεν αρκεί για να αποδειχθεί ότι εγκατέλειψε τα εγκόσμια ένας μονάρχης που διακρίθηκε στα πεδία των μαχών και ακολούθησε καθ’ όλη τη διάρκεια της βασιλείας του επεκτατική πολιτική. Άλλωστε και ο Πλούταρχος κάνει λόγο για το τέλος του Μενάνδρου, δίνοντας φυσικά μια εντελώς διαφορετική εκδοχή, καθώς σύμφωνα με τον Βοιωτό συγγραφέα ο Μένανδρος πέθανε κατά τη διάρκεια εκστρατείας:
«Μενάνδρου δέ τινος ἐν Βάκτροις ἐπιεικῶς βασιλεύσαντος εἶτ´ ἀποθανόντος ἐπὶ στρατοπέδου, τὴν μὲν ἄλλην ἐποιήσαντο κηδείαν κατὰ τὸ κοινὸν αἱ πόλεις, περὶ δὲ τῶν λειψάνων αὐτοῦ καταστάντες εἰς ἀγῶνα μόλις συνέβησαν, ὥστε νειμάμενοι μέρος ἴσον τῆς τέφρας ἀπελθεῖν, καὶ γενέσθαι μνημεῖα παρὰ πᾶσι τοῦ ἀνδρός» (Πολιτικά Παραγγέλματα, 28, 6).  
Τί έχει συμβεί λοιπόν; Πρόκειται για απλές υπερβολές εκ μέρους της βουδιστικής παράδοσης που επιχείρησε να οικειοποιηθεί έναν ηγεμόνα που υπήρξε προστάτης του βουδισμού; Ή μήπως για παρανόηση; Ας μας επιτραπεί να ακολουθήσουμε τη δεύτερη εκδοχή. Νομίσματα που έχουν βρεθεί αποδεικνύουν ότι στις αρχές του 10υ αιώνα π.Χ. βασίλεψε στο Παντζάμπ ένας δεύτερος Μένανδρος, ο επονομαζόμενος και Δίκαιος, απόγονος πιθανώς του Μενάνδρου του Σωτήρος. Στα νομίσματα του Μενάνδρου Β΄ απεικονίζονται πάντα βουδιστικά σύμβολα, ενώ η επίκληση «Δίκαιος» αποδίδεται στα ινδικά ως «νταρμικάσα», δηλαδή πιστός τηςΝτάρμα, βουδιστικής έννοιας την οποία θα μπορούσαμε να αποδώσουμε ελεύθερα ως δρόμο ή μονοπάτι της αλήθειας και της αρετής. Αντί να αρνηθούμε την ύπαρξη ενός δεύτερου Μενάνδρου (Ταρν), η οποία έχει αποδειχθεί βάσει των κριτηρίων της νομισματολογίας (βλ. Bopearachchi και Senior), ίσως θα έπρεπε να δεχθούμε ότι η βουδιστική παράδοση αναφέρεται ακριβώς σ’ αυτόν τον αποδεδειγμένα βουδιστή (ή έστω σαφώς φιλοβουδιστή) μονάρχη και όχι στον κατά πολύ πιο ένδοξο πρόγονό του.
Η διάδοχη κατάσταση του Μενάνδρου – κατάτμηση του βασιλείου και εισβολές: Όπως συνήθως συνέβαινε στην ελληνιστική Βακτριανή και Ινδία μετά τον θάνατο ενός ισχυρού μονάρχη, φαίνεται ότι περίοδος αστάθειας ακολούθησε τον θάνατο του Μενάνδρου. Στη Γκαντάρα λ.χ. εμφανίζεται ένας ανεξάρτητος ηγεμόνας ο  Ζώιλος ο Δίκαιος, ο οποίος αργότερα επεκτάθηκε και στους Παροπαμισάδες. Κατά την κρατούσα άποψη (Ταρν, Bopearachchi), διάδοχος του Μενάνδρου ήταν ο γιος του, οΣτράτων (πιθανή περίοδος βασιλείας: 130-110 π.Χ.). Επειδή προφανώς ήταν ανήλικος, την αντιβασιλεία μέχρι την ενηλικίωσή του άσκησε η μητέρα του, η Αγαθόκλεια. Κατά τα φαινόμενα, ο Στράτων και η Αγαθόκλεια κατόρθωσαν τελικά να διατηρήσουν υπό την κυριαρχία τους μόνο τα εδάφη του Παντζάμπ. Γενικά, από τα τέλη του 2ου αιώνα παρατηρείται κατάτμηση των εδαφών που ήλεγχαν στον ινδικό χώρο οι Έλληνες. Μια ατελείωτη σειρά από Έλληνες ηγεμόνες και ηγεμονίσκους διεκδίκησε μεγαλύτερο ή μικρότερο τμήμα των εδαφών αυτών: η παράθεση όλων των ονομάτων που περιλαμβάνονται στον κατάλογο αυτό δεν πρόκειται να βοηθήσει ιδιαίτερα τον αναγνώστη στην κατανόηση της ιστορίας της περιόδου. Δεν αποκλείεται κάποιοι από αυτούς τους ηγεμόνες να είχαν συγγένεια με τις δυναστείες που βασίλεψαν στη Βακτριανή (λ.χ. οΗλιοκλής Β΄ ο Δίκαιος, ο οποίος βασίλεψε στη Γκαντάρα και στο δυτικό Παντζάμπ στα τέλη του 2ου αιώνα ή στις αρχές του 1ου, ήταν πιθανώς απόγονος του Ευκρατίδη). Από τις αρχές του 1ου αιώνα π.Χ. τα ελληνικά εδάφη συρρικνώνονται σταδιακά: στο δυτικό τμήμα της κοιλάδας του Ινδού εισβάλλουν οι Πάρθοι, οι οποίοι θα κρατήσουν τα εδάφη αυτά για ορισμένο χρονικό διάστημα. Ινδοί ηγεμόνες ανακτούν τη Μαθούρα και το ανατολικό Παντζάμπ. Από το 80 π.Χ., περίπου, οι Σκύθες (Σάκες) και οι Τοχάριοι περνούν τον Ινδικό Καύκασο και εισβάλλουν στα ελληνικά εδάφη της Ινδίας. Οι εναπομείναντες Έλληνες ηγεμόνες καθίστανται στις περισσότερες περιπτώσεις υποτελείς τους. Πάντως, ο προχωρημένος βαθμός εξελληνισμού των Τοχάριων βοηθά την ανάπτυξη μάλλον αρμονικών σχέσεων με τους Έλληνες: δεν είναι τυχαίο ότι ο Κουσάν ηγεμόνας Καδφίσης θεωρούσε ότι ο τελευταίος Έλληνας μονάρχης των Παροπαμισάδων, ο Ερμαίος (περίπου 90-70 π.Χ.), καταλεγόταν μεταξύ των προγόνων του. Ο τελευταίος Έλληνας μονάρχης του ινδικού χώρου πρέπει να ήταν ο Στράτων Β΄, που βασίλεψε στα τέλη του 1ου αιώνα π.Χ. ή ίσως και μέχρι το 10 μ.Χ. Όπως είναι λογικό, οι ελληνικοί πληθυσμοί των περιοχών αυτών πρέπει να αφομοιώθηκαν σταδιακά είτε από τους γηγενείς είτε από τους ιρανόφωνους νομάδες που εγκαταστάθηκαν στην Ινδία.
Τί απομένει από τη συναρπαστική περιπέτεια των Ελλήνων στην Κεντρική Ασία και στην Ινδία που μόνο σε αδρές γραμμές γνωρίζουμε; Σίγουρα η ανάμνηση ενός ένδοξου παρελθόντος κατακτήσεων, ανάπτυξης του εμπορίου, μεταφύτευσης της ελληνικής πολιτικής και κοινωνικής οργάνωσης και του ελληνικού πολιτισμού σε περιοχές τόσο απομακρυσμένες από τον χώρο της Μεσογείου. Μια απίστευτα ενδιαφέρουσα ιστορία πολιτιστικής διάδρασης μεταξύ ελληνικών, ιρανικών και ινδικών πληθυσμών για την οποία θα επιθυμούσαμε να μάθουμε πολύ περισσότερα από όσα μας επιτρέπουν οι πηγές που έχουμε στη διάθεσή μας. Ο εκλεκτισμός των μορφών τέχνης που γεννήθηκαν χάρη στη συνάντηση αυτή. Ο θρησκευτικός και φιλοσοφικός συγκρητισμός που έφερε ίσως κοντά τη διδασκαλία του Βούδα με αυτήν του Δημόκριτου. Και φυσικά η ελπίδα ότι η αρχαιολογική έρευνα στις περιοχές αυτές, παρά τις αντικειμενικές δυσκολίες, ενδέχεται να προσφέρει κάποια στιγμή ευρήματα ικανά να φωτίσουν καλύτερα την κοινωνική οργάνωση και τον τρόπο σκέψης μιας μοναδικής ιστορικής περιόδου.        

Τρίτη 5 Μαΐου 2015

Οι Έλληνες στη Βακτριανή: μέρος Γ΄


Αφήσαμε το ελληνιστικό βασίλειο της Βακτριανής στα χρόνια του Ευθύδημου και του Δημήτριου, λίγα χρόνια μετά την Ανάβαση του Αντίοχου Γ΄ και την εκ μέρους του Σελευκίδη μονάρχη de jure αναγνώριση της ανεξαρτησίας του κράτους. Πράγματι, οι Σελευκίδες δεν πρόκειται πλέον να επιχειρήσουν ουσιαστικά να ανακτήσουν τις σατραπείες που κάποτε κατείχαν στην Κεντρική Ασία. Άλλο θέμα βέβαια το αν κάποιοι διάδοχοι του Αντίοχου Γ΄ περιελάμβαναν στα σχέδια τους μια τέτοια ανάκτηση. Για το ζήτημα έχουν γραφτεί πολλά και ίσως δεν είναι δυνατό να καταλήξουμε σε ασφαλή συμπεράσματα. Σε κάθε περίπτωση το ίδιο το κράτος της Βακτριανής βρίσκεται στην απόλυτη ακμή του στα χρόνια του Δημήτριου Α΄. Η περίοδος αυτή θα διαρκέσει έως τα μέσα σχεδόν του 2ου αιώνα π.Χ. και χαρακτηρίζεται από την εξάπλωση του ελεγχόμενου από το ελληνικό στοιχείο χώρου προς τα νότια και νοτιοανατολικά, δηλαδή τις σατραπείες στα νότια του Ινδικού Καυκάσου, την περιοχή του Ινδού ποταμού και την καθαυτό Ινδία. Ήδη, πάντως, από το 170 εμφανίζονται τα πρώτα ανησυχητικά σημάδια, καθώς ενισχύεται η πίεση που ασκούν στα βόρεια και δυτικά σύνορα τόσο τα ιρανικά νομαδικά φύλα όσο και η νεοσύστατη αυτοκρατορία των Πάρθων. Η απειλή αυτή θα έχει ως συνέπεια την εξαφάνιση του βασιλείου, χωρίς, όμως, να εξαλείψει και την ελληνική παρουσία στην περιοχή. Άλλωστε, διάφορα ελληνικά βασίλεια θα διατηρηθούν στον χώρο της Ινδίας μέχρι και τα τέλη του 1ου αιώνα π.Χ. (από την άποψη αυτή θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι το τελευταίο ελληνιστικό βασίλειο δεν είναι η πτολεμαϊκή Αίγυπτος, αλλά ακριβώς αυτές οι ελληνιστικές μοναρχίες της Ανατολής για τις οποίες τόσο λίγα γνωρίζουμε).
Αρκετές φορές αναφέρθηκε το πόσο δυσχερής είναι η εξιστόρηση των γεγονότων αυτής της περιόδου λόγω της έλλειψης ιστορικών πηγών. Πράγματι, το μόνο «ιστορικό» σύγγραμμα που ασχολείται κατά κάποιο τρόπο με τη συγκεκριμένη περιοχή και εποχή είναι η επιτομή των «Historiae phillippicae et totius mundi origines et terrae situs» του Γαλορωμαίου Πομπηίου Τρώγου, την οποία συνέγραψε ο Ρωμαίος ιστορικός του 3ου αιώνα Ιουστίνος. Δύο από τα βιβλία των «ιστοριών» του Πομπηίου αναφέρονταν στην ιστορία των Πάρθων (κι επομένως κατά παρεμπίπτοντα τρόπο στο θέμα που μας ενδιαφέρει): τα βιβλία αυτά τα συνόψισε ο Ιουστίνος με τρόπο ελάχιστα ιστορικό (εξάλλου ο σκοπός του ήταν να καταρτίσει ένα σύγγραμμα περισσότερο ηθικοπλαστικό παρά κατά κυριολεξία ιστορικό), παραλείποντας το 90% του αρχικού υλικού και αρκετά απρόσεκτα ώστε να φθάνει στο σημείο να μπερδεύει πρόσωπα και γεγονότα. Κατά τα λοιπά, έχουμε κάποια αποσπάσματα της ιστορίας των Πάρθων που συνέγραψε ο Απολλόδωρος ο Αρταμιτηνός και τα οποία διέσωσε ο Στράβων, αποσπάσματα από τα «Παρθικά» του Αρριανού που συνέλεξε ο Πατριάρχης Φώτιος και λίγα ιστορικά στοιχεία που περιλαμβάνουν οι «Σταθμοί Παρθικοί» του γεωγράφου Ισίδωρου του Χαρακηνού. Απομένουν, εκτός από λιγοστές επιγραφές, τα πολλά νομίσματα, τα οποία όμως δεν μας παρέχουν ασφαλείς πληροφορίες για το ποιοί ακριβώς ήταν οι βασιλείς που απεικονίζονται σ’ αυτά, για το πότε ακριβώς βασίλεψαν και σε ποιόν γεωγραφικό χώρο. Κατά συνέπεια, μπορούμε απλώς να κάνουμε υποθέσεις και να σκιαγραφήσουμε ένα ιστορικό πλαίσιο από το οποίο λείπουν πολύτιμα στοιχεία.
Η εποχή του Δημήτριου Α΄ και η επέκταση προς τον ινδικό χώρο: Γεννημένος περίπου το 220 π.Χ., ο Δημήτριος ανέβηκε στον θρόνο διαδεχόμενος τον πατέρα του, κατά πάσα πιθανότητα το 200 π.Χ., κατ’ άλλους το 195. Η εποχή του θεωρείται το απόγειο της στρατιωτικής και οικονομικής ισχύος του βασιλείου της Βακτριανής. Το όνομά του συνδέεται με τη μεγαλειώδη επιχείρηση επέκτασης των συνόρων του κράτους στις στραπείες νοτίως του Ινδικού Καυκάσου και στην Ινδία. Όπως διαπιστώσαμε στο πρώτο μέρος της διήγησής μας, οι περιοχές αυτές ελέγχονταν – ήδη από τα τέλη του 4ου αιώνα – από την ινδική αυτοκρατορία των Μαουρύα: μετά τον θάνατο του Ασόκα, η αυτοκρατορία εισέρχεται σε φάση ταχείας αποσύνθεσης, διαδικασία που ολοκληρώνεται και τυπικά περίπου το 185 με την ανατροπή της δυναστείας και την αντικατάστασή της από τη δυναστεία των Σούνγκα. Η συνακόλουθη πολιτική αστάθεια συνιστούσε για τον Δημήτριο μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για τη διεύρυνση του χώρου επιρροής του. Αρχικά (ίσως το 185 π.Χ.) ανέκτησε την Αραχωσία (όπου, σύμφωνα με τον Ισίδωρο, ίδρυσε και πόλη με το όνομα «Δημητριάς»), έπειτα τη Γκαντάρα και στη συνέχεια την κοιλάδα του Ινδού, κατακτώντας τη σημαντικότερη πόλη της περιοχής, την Ταξίλα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο ολοκλήρωσε την ανάκτηση του των εδαφών που ανήκαν κάποτε στους Αχαιμενίδες και – για μικρό χρονικό διάστημα – στον Αλέξανδρο (σατραπείες νοτίως του Ινδικού Καυκάσου, περιλαμβανομένων των τριών σατραπειών του Ινδού ποταμού). Αρκέσθηκε σε αυτό; Πιθανότατα, ναι (βλ. Will, τ. ΙΙ, σελ. 349/ A. K. Narain, όπ.π., σελ. 21 επ.). Κάποιοι ωστόσο υποστηρίζουν ότι συνέχισε την πορεία του φθάνοντας στην περιοχή του Γάγγη και κατακτώντας μέχρι και την αυτοκρατορική πρωτεύουσα, την Παταλιπούτρα. Προς επίρρωση της άποψης αυτής, οι υποστηρικτές της επικαλούνται δύο αποσπάσματα του Στράβωνα: «Τοσοῦτον δὲ ἴσχυσαν οἱ ἀποστήσαντες Ἕλληνες αὐτὴν διὰ τὴν ἀρετὴν τῆς χώρας ὥστε τῆς τε Ἀριανῆς ἐπεκράτουν καὶ τῶν Ἰνδῶν, ὥς φησιν Ἀπολλόδωρος ὁ Ἀρταμιτηνός, καὶ πλείω ἔθνη κατεστρέψαντο ἢ Ἀλέξανδρος, καὶ μάλιστα Μένανδρος εἴ γε καὶ τὸν Ὕπανιν διέβη πρὸς ἔω καὶ μέχρι τοῦ Ἰμάου προῆλθἐ τὰ μὲν αὐτὸς τὰ δὲ Δημήτριος ὁ Εὐθυδήμου υἱὸς τοῦ Βακτρίων βασιλέως· οὐ μόνον δὲ τὴν Παταληνὴν κατέσχον ἀλλὰ καὶ τῆς ἄλλης παραλίας τήν τε Σαραόστου καλουμένην καὶ τὴν Σιγέρδιδος βασιλείαν» (ΙΑ΄, 11,1) και «καὶ εἴ τινα προσιστόρησαν οἱ μετ´ ἐκεῖνον περαιτέρω τοῦ Ὑπάνιος προελθόντες μέχρι τοῦ Γάγγου καὶ Παλιβόθρων» (ΙΕ΄, 1, 27). Φυσικά, ο Στράβων δεν διευκρινίζει ότι ήταν όντως ο Δημήτριος αυτός που έφτασε μέχρι τα «Παλίβοθρα», οπότε η συζήτηση μπορεί να συνεχισθεί επ’ άπειρον. Ας επισημάνουμε απλώς ότι είναι λογικότερο μια τέτοια επέκταση προς την ανατολική Ινδία να συνέβη σε μεταγενέστερη περίοδο (ας πούμε στα χρόνια του Μενάνδρου). Εντούτοις, οι υποστηρικτές της κατάκτησης της κοιλάδας του Γάγγη από τον Δημήτριο συνδέουν την άποψη αυτή με την εξήγηση που δίνουν για την εκστρατεία του μονάρχη της Βακτριανής: λένε (π.χ. Ταρν) ότι το βασικό κίνητρο του Δημητρίου ήταν η εκδήλωση συμπαράστασης προς την ανατραπείσα δυναστεία των Μαουρύα και ιδίως η προστασία του Βουδισμού, οι πιστοί του οποίου διώκονταν από τους φανατικούς Ινδουιστές της δυναστείας των Σούνγκα. Η παρουσίαση του Δημήτριου ως «σταυροφόρου» του Βουδισμού φαντάζει αφόρητα ρομαντική, όσο κι αν οι σχέσεις των Ελλήνων με τους (προστάτες του Βουδισμού από τα χρόνια του Ασόκα) Μαουρύα ήταν αρμονικές. Τα κίνητρα του Δημήτριου μάλλον ήταν αμιγώς πολιτικά: η επέκταση του βασιλείου του σε μια χρονική στιγμή που οι συνθήκες ήταν εξαιρετικά ευνοϊκές για το εγχείρημα αυτό, ίσως και η προστασία των ελληνικών πληθυσμών που ζούσαν στα νότια του Χιντού Κους.
Πάντως, τα νομίσματα του Δημήτριου παραπέμπουν κατά τα φαινόμενα στην κατάκτηση της Ινδίας: στο πιο κλασσικό νόμισμά του απεικονίζεται φορώντας κράνος με τη μορφή κεφαλής ελέφαντα (ενώ στην οπίσθια όψη απεικονίζεται ο Ηρακλής, τον οποίο θα πρέπει να είχαν ως δυναστικό θεό οι Ευθυδημίδες). Σε άλλα πάλι απεικονίζεται στη μία όψη κεφαλή ελέφαντα (βουδιστικό σύμβολο ή σύμβολο της κατάκτησης της Ινδίας;) και στην άλλη το κηρύκειο.
Διάδοχοι ή ανταγωνιστές του Δημητρίου; Από τους «βασιλείς του νικελίου» στον Αντίμαχο και τον Απολλόδοτο: Ο Δημήτριος πεθαίνει υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες, ίσως το 180, δηλαδή σε ηλικία μόλις 40 ετών. Ποιός τον διαδέχεται; Κάθε συγγραφέας προτείνει τη δική του θεωρία. Υπάρχουν τουλάχιστον 5-6 υποψήφιοι, οι οποίοι θα μπορούσαν να ήταν διάδοχοι του Δημητρίου, συμβασιλείς ή αντιβασιλείς του, συγγενείς του ή όχι, σφετεριστές της εξουσίας του ή απλώς μονάρχες που βασίλεψαν σε περιοχές όπου ο Δημήτριος δεν ασκούσε κυριαρχία.  
Ίσως ο πιο λογικός υποψήφιος να είναι αυτός ο Ευθύδημος, τον οποίο, επομένως, θα ονομάσουμε «Ευθύδημο Β΄» και ο οποίος απεικονίζεται ως έφηβος στα λιγοστά νομίσματά του. Υποθέτουμε ότι ήταν γιος του Δημήτριου και ότι πέθανε πολύ νέος, ίσως και πριν από την ενηλικίωσή του. Οπότε, τα περισσότερα ερωτήματά μας μένουν αναπάντητα.

Οι «βασιλείς του νικελίου»: Ο Πανταλέων και ο Αγαθοκλής είναι δύο βασιλείς που γνωρίζουμε από τα νομίσματά τους. Για τον πρώτο, υποθέτουμε (βάσει της χρονολόγησης των νομισμάτων του) ότι βασίλεψε μεταξύ 190-180 π.Χ. (άρα είναι μάλλον σύγχρονος του Δημήτριου και όχι διάδοχός του) σε περιοχές της Αραχωσίας και στη Γκαντάρα. Ο Πανταλέων ήταν, μάλλον, ο πρώτος Έλληνας μονάρχης που έκοψε και δίγλωσσα νομίσματα (ελληνικά και ινδικά σε μπράχμι αλφάβητο) τα οποία ακολουθούσαν το ινδικό πρότυπο (είχαν περίπου τετράγωνο σχήμα). Κάποιοι πιστεύουν ότι ο Πανταλέων ήταν αδελφός του Δημήτριου και αντιβασιλέας του στην Αραχωσία. Άλλοι, ότι ήταν σφετεριστής. Τον διαδέχεται, πάντως, ο αδελφός ή γιος του, ο Αγαθοκλής, ο επονομαζόμενος και «Δίκαιος» (περίπου 180-170), του οποίου το κέντρο εξουσίας φαίνεται να είναι η περιοχή των Παροπαμισάδων. Σύμφωνα με μια θεωρία [Alberto Simonetta «A new essay on the Indo-Greeks, the Sakas and the Pahlavas», East and West vol. IX (1958), σελ. 154-173, ειδ. σελ. 157 επ.], μετά την ινδική εκστρατεία του ο Δημήτριος εγκαταστάθηκε στους Παροπαμισάδες, όπου και τον διαδέχθηκε ο ανήλικος γιος του Ευθύδημος Β΄. Ο Αγαθοκλής θα πρέπει να ήταν αντιβασιλέας του Ευθύδημου και στη συνέχεια να τον διαδέχθηκε. Πάντως, τα νομίσματά του Αγαθοκλή είναι πραγματικά άφθονα: (α΄) κλασσικά ελληνικά τετράδραχμα, παρόμοιας θεματολογίας και εκτέλεσης με αυτά του Πανταλέοντος, (β΄) δίγλωσσα νομίσματα ινδικού τύπου, στα οποία αναγράφεται το όνομα του βασιλιά με ελληνικούς και ινδικούς χαρακτήρες (γραφές μπράχμι και χαρόσθι) και απεικονίζονται σύμβολα  βουδιστικά (λιοντάρι) και ινδουιστικά (αναπαράσταση της θεότητας Λάκσμι), (γ΄) αμιγώς ινδικά νομίσματα με αναπαραστάσεις και σύμβολα τόσο βουδιστικά όσο και ινδουιστικά, και (δ΄) «αναμνηστικά» νομίσματα ελληνικού τύπου στα οποία απεικονίζονται ο Αλέξανδρος ο Μέγας, ο ιδρυτής της ανεξάρτητης Βακτριανής Διόδοτος Α΄ και ο Δημήτριος Α΄.
Αυτό που μπορούμε να συμπεράνουμε με σχετική βεβαιότητα για τον Πανταλέοντα και τον Αγαθοκλή είναι η μεταξύ τους συγγένεια. Τα συνηθέστερα νομίσματά τους είναι μεταξύ τους σχεδόν όμοια (ομοιότητα ως προς την εικονιζόμενη ανθρώπινη μορφή – χαρακτηριστικά προσώπου, τύπος κόμμωσης, διάδημα – είτε αυτή είναι ο μονάρχης είτε, όπως είναι το πιθανότερο, ο θεός Διόνυσος/ απεικόνιση πάνθηρα που αγγίζει ένα αμπέλι/ τροχός, που ίσως παραπέμπει σε ινδικές θρησκευτικές δοξασίες). Η θεματολογία διαφέρει ουσιωδώς από αυτήν των νομισμάτων των λοιπών ηγεμόνων της περιοχής. Επίσης, τα νομίσματα αυτά είναι φτιαγμένα από κράμα χαλκού και νικελίου (75%-25%), τεχνολογία που ως εκείνη την εποχή είχε χρησιμοποιηθεί μόνο στην Κίνα. Τέλος, επειδή οι πιο «οικονομικές» θεωρίες είναι συχνά και οι καλύτερες, ίσως είναι μάταιη όλη αυτή η προσπάθεια να εξακριβωθεί (πώς άραγε;) αν ο Πανταλέων και ο Αγαθοκλής ήταν συγγενείς του Δημήτριου ή αξιωματούχοι του και αν ως τέτοιοι υπήρξαν αντιβασιλείς του στις περιοχές όπου βρέθηκαν νομίσματά τους. Πιο λογικό μοιάζει να γίνει δεκτό ότι η κατάρρευση της αυτοκρατορίας των Μαουρύα (κατάρρευση της οποίας σίγουρα προηγήθηκε η όλο και μεγαλύτερη χαλάρωση της εξουσίας που αυτοί ασκούσαν σε απομακρυσμένες από το κέντρο της αυτοκρατορίας τους περιοχές όπως η Αραχωσία και οι Παροπαμισάδες) δημιούργησε ένα κενό εξουσίας το οποίο μπόρεσαν να εκμεταλλευθούν κάποιοι ισχυροί των ελληνικών κοινοτήτων της περιοχής, ιδρύοντας ανεξάρτητες ηγεμονίες.
Αντίμαχος: Ακριβώς στο πλαίσιο αυτό πρέπει να εντάξουμε και τον Αντίμαχο, ο οποίος φαίνεται ότι βασίλεψε (περίπου 185 ή 180 έως 170 ή 165) σε κάποια τμήματα της Βακτριανής και Αραχωσίας, καθώς και σε μερικές περιοχές της κοιλάδας του Ινδού. Σύμφωνα με τον Ταρν (την άποψη του οποίου ακολουθεί και ο Σιμονέττα και ο Ρ. Σήνιορ) ήταν γιος του Ευθύδημου και, επομένως, αδελφός του Δημήτριου. Αντιθέτως (και πιο λογικά), ο A. K. Narain (όπ.π.) αποκλείει την περίπτωση συγγένειας με τους Ευθυδημίδες, ενώ θεωρεί πιθανή κάποια συγγένεια με τη δυναστεία του Διόδοτου (ο Ποσειδώνας των νομισμάτων του Αντίμαχου και ο Δίας των νομισμάτων του Διόδοτου μοιάζουν πολύ). Η «ανεξαρτησία» του Αντίμαχου σε σχέση με τη δυναστεία του Ευθύδημου αποδεικνύεται ίσως και από μια επιγραφή στην οποία αναφέρονται ως συμβασιλείς του οι «Ευμένης και Αντίμαχος» (κατά πάσα πιθανότητα οι γιοι του), καθώς και από το γεγονός ότι επέλεξε την επίκληση «Βασιλεύς Θεός». Επισημαίνεται ακόμη ότι για κάποιους η επέκταση του ελληνισμού στον ευρύτερο ινδικό χώρο αποτελεί έργο του Αντίμαχου και όχι του Δημήτριου.
Απολλόδοτος: Η περίπτωση του Απολλόδοτου ίσως είναι παρόμοια με τις πιο πάνω, ίσως κι όχι. Τα νομίσματά του (δίγλωσσα με βάση το ινδικό πρότυπο και με αναπαραστάσεις ελέφαντα και ταύρου, δηλαδή με συμβολισμούς, αντιστοίχως και πιθανότατα, βουδιστικούς και ινδουιστικούς/ ελληνικά τετράδραχμα με απεικόνιση του βασιλιά και της θεάς Αθηνάς, η οποία κρατά στο δεξί χέρι της τη Νίκη) παρέχουν ενδείξεις για περίοδο βασιλείας μεταξύ 174-165 (σύμφωνα με τη χρονολόγηση που προτείνει ο Osmund Bopearachchi) ή 180-160 (κατά τον Σήνιορ) σε μια περιοχή που περιλαμβάνει τμήματα της κοιλάδας του Ινδού, περιλαμβανομένης της Ταξίλας, του Σιντ (στο σημερινό Πακιστάν) και του Γκουτζαράτ (δυτικό άκρο της σύγχρονης Ινδίας). Πρόκειται επομένως για τον πρώτο Έλληνα ηγεμόνα που βασίλεψε σε αποκλειστικά ινδικά εδάφη. Ίσως και αυτός να ήταν εκπρόσωπος της τοπικής ελληνικής αριστοκρατίας και να εκμεταλλεύθηκε το κενό εξουσίας που δημιούργησε η αποχώρηση των Μαουρύα (σε αντίθεση, όμως, με την Αραχωσία, για την κοιλάδα του Ινδού δεν έχουμε αρχαιολογικά στοιχεία που να πιστοποιούν τη συνεχή παρουσία ελληνικών κοινοτήτων). Ο Ταρν, βεβαίως, πίστευε ότι πρέπει να ήταν στρατηγός του Δημητρίου κατά την ινδική εκστρατεία του δεύτερου και να παρέμεινε στα ινδικά εδάφη που κατακτήθηκαν: μετά τον θάνατο του Δημήτριου, ο Απολλόδοτος κυβέρνησε τα εδάφη αυτά είτε ως νόμιμος διάδοχος του Δημήτριου είτε ως σφετεριστής της εξουσίας του.  
Επομένως, λίγο πριν το 170 π.Χ. διαπιστώνεται το εξής παράδοξο: ενώ ο χώρος τον οποίο ελέγχουν οι Έλληνες στην Κεντρική Ασία και την Ινδία έχει αυξηθεί σημαντικά, παράλληλα φαίνεται να έχει κατατμηθεί σε πολλές ηγεμονίες οι οποίες είναι, μάλλον, ανεξάρτητες η μία από την άλλη. Επιπλέον, δεν γνωρίζουμε με βεβαιότητα ποιός είναι ο μονάρχης της καθαυτό Βακτριανής, αν υποθέσουμε ότι τη δεδομένη χρονική στιγμή τα Βάκτρα εξακολουθούν να αποτελούν πόλο εξουσίας. Ούτε βέβαια γνωρίζουμε αν ο ηγεμόνας αυτός της Βακτριανής ανήκει στη δυναστεία του Ευθύδημου ή όχι. Θα μπορούσε να είναι ο Αγαθοκλής ή ο Αντίμαχος, ακόμη κι ο άτυχος νεαρός Ευθύδημος Β΄. Με λίγη φαντασία θα μπορούσε να υποτεθεί ότι ο Δημήτριος Α΄ ζει ακόμη. Ίσως, όμως, όπως πιστεύουν μερικοί, ο βασιλιάς της Βακτριανής να είναι ένας δεύτερος Δημήτριος (ίσως γιος του πρώτου). Όποιος και να ήταν πάντως ο μονάρχης, δεν θα κατορθώσει να αντισταθεί στον σφετεριστή (;) Ευκρατίδη, τον τελευταίο σπουδαίο πολιτικό και στρατιωτικό ηγέτη που θα αναδείξει ο ελληνισμός της Βακτριανής.       
Ο Ευκρατίδης ο Μέγας και η εποχή του: ακμή και παρακμή της ελληνιστικής Βακτριανής. Στην «Επιτομή» του (XLI, 6), ο Ιουστίνος μας πληροφορεί ότι περίπου την ίδια εποχή ανέβηκαν στον θρόνο δύο σπουδαίοι ηγέτες: ο Μιθριδάτης Α΄ Αρσάκης Ε΄ έγινε βασιλιάς των Πάρθων (όλοι οι Πάρθοι βασιλείς έφεραν και το δυναστικό όνομα «Αρσάκης»), ενώ στη Βακτριανή άρχισε να βασιλεύει ο Ευκρατίδης. Μια και η άνοδος του Μιθριδάτη Α΄ στον παρθικό θρόνο χρονολογείται, μάλλον με ακρίβεια, στο 171 π.Χ., μπορούμε να υποθέσουμε (όσο μας επιτρέπει η ελεγχόμενη αξιοπιστία του Ιουστίνου) ότι και η περίοδος εξουσίας του Ευκρατίδου αρχίζει περίπου τότε. Ποιός ήταν, όμως, ο ηγέτης αυτός και πώς κατέκτησε την εξουσία, ανατρέποντας τη δυναστεία του Ευθύδημου ή όποιους την είχαν αντικαταστήσει; Ως συνήθως, δεν γνωρίζουμε την απάντηση. Ίσως ήταν στρατηγός, σατράπης ή εν πάση περιπτώσει ανώτατος αξιωματούχος στην υπηρεσία των ηγεμόνων της Βακτριανής. Μπορεί λόγω της ιδιότητάς του να είχε κάποια ισχυρή βάση, καθιστώντας ουσιαστικά φέουδό του την περιοχή δικαιοδοσίας του (αυτή θα μπορούσε να ήταν η ελληνιστική πόλη στο Άι Χανούμ του Αφγανιστάν, η οποία ίσως και να ονομαζόταν Αλεξάνδρεια ή Αντιόχεια του Ώξου και η οποία πιθανολογείται ότι στα χρόνια βασιλείας του Ευκρατίδη είχε μετονομαστεί σε «Ευκρατίδεια»). 
 
Ο Ταρν, βεβαίως, επιχείρησε να δώσει μια πιο σύνθετη και ευφάνταστη εξήγηση για την άνοδο του Ευκρατίδη στην εξουσία. Στηριζόμενος σε κάποια νομίσματα του ηγεμόνα της Βακτριανής στα οποία απεικονίζονται πιθανώς οι γονείς του, οι οποίοι ονομάζονται Ηλιοκλής και Λαοδίκη, ο Ταρν συμπέρανε ότι ο Ευκρατίδης ήταν (από την πλευρά της μητέρας του) εξάδελφος του Σελευκίδη βασιλιά Αντίοχου Δ΄ του Επιφανούς και ότι επιχείρησε να ανακτήσει τη Βακτριανή για λογαριασμό των Σελευκιδών (όπ.π., σελ. 94 επ.)! Σύμφωνα με τον Βρετανό ιστορικό, η επιχείρηση ολοκληρώθηκε με επιτυχία το 167, οι δε μεγάλες γιορτές και στρατιωτικές παρελάσεις που οργάνωσε το 166 στη Δάφνη της Αντιόχειας ο Αντίοχος Δ΄, καθώς και τα «Χαριστήρια» του ιδίου έτους στη Βαβυλώνα, είχαν ως σκοπό τον εορτασμό της επιστροφής της Βακτριανής στην αυτοκρατορία των Σελευκιδών! Ο Ταρν προσθέτει μάλιστα ότι ο Αντίοχος έλαβε τον τίτλο του «Σωτήρα της Ασίας» ακριβώς λόγω της ανάκτησης της Βακτριανής. Η όλη κατασκευή είναι εντελώς υποθετική και δεν μπορεί να στηριχθεί σε ιστορικά ή αρχαιολογικά στοιχεία. Ο τίτλος του «Σωτήρα της Ασίας» μπορεί να αναφέρεται είτε στη στρατιωτική νίκη που κατήγαγε ο Αντίοχος κατά τον έκτο Συριακό Πόλεμο είτε στην εκστρατεία που σχεδίαζε να πραγματοποιήσει ο Σελευκίδης στις Άνω Σατραπείες (βλ. σχετική ανάλυση σε Will, τ. ΙΙ, σελ. 351-352), ενώ η πλειονότητα των ιστορικών δεν δέχεται τη σχέση του Ευκρατίδη με τους Σελευκίδες (π.χ. Narain, όπ.π., σελ. 53 επ./  Simonetta, όπ.π., σελ. 158). Έτσι κι αλλιώς, η εκστρατεία του Αντίοχου του Επιφανούς (η οποία μάλλον είχε ως στόχο το δυτικό Ιράν και τα εδάφη που κατείχαν οι Πάρθοι) τερματίστηκε άδοξα λόγω της ασθένειας και του θανάτου του βασιλιά. Στη συνέχεια, οι διάδοχοί του έχουν μύρια προβλήματα με την παρθική επέκταση προς τα δυτικά για να ασχοληθούν ουσιαστικά με την απομακρυσμένη Βακτριανή.  
Ο Ευκρατίδης πρέπει να υπήρξε ο Έλληνας ηγεμόνας που στο απόγειο της δύναμής του βασίλεψε στην πιο εκτεταμένη επικράτεια από κάθε άλλον. Η ενοποίηση των εδαφών της Κεντρικής Ασίας που ήλεγχε το ελληνικό στοιχείο θα πρέπει να συντελέσθηκε ύστερα από σκληρούς αγώνες, ιδίως αν δεχθούμε τη θεωρία της διάσπασης του βασιλείου της Βακτριανής σε μικρότερες κρατικές οντότητες. Σύμφωνα με τον Ιουστίνο (όπ.π.), ο Ευκρατίδης αντιμετώπισε και νίκησε, ύστερα από σειρά σκληρών μαχών, τον Δημήτριο, ο οποίος είχε συγκεντρώσει μεγάλο στράτευμα για να ανατρέψει τον «σφετεριστή». Πρόκειται, άραγε, για τον μυστηριώδη Δημήτριο Β΄, ο οποίος είχε πιθανώς ως ορμητήριο τις σατραπείες στα νότια του Ινδικού Καυκάσου (βλ. Simonetta, όπ.π.); Ή μήπως για τον Δημήτριο Α΄ (βλ. σχετικά Will, όπ.π.); Είναι, πάντως, βέβαιο ότι, εκτός της Βακτριανής, ο Ευκρατίδης κατέλαβε και τα εδάφη που ήλεγχαν ο Αντίμαχος και ο Αγαθοκλής. Ο νέος ισχυρός άνδρας της Βακτριανής είχε υπό τον έλεγχό του και τη Σογδιανή, την Αρία, τη Μαργιανή, τη Δραγγιανή, την Αραχωσία και τους Παροπαμισάδες. Μετά την εδραίωση της εξουσίας του στην Κεντρική Ασία, ο Ευκρατίδης στράφηκε στην κοιλάδα του Ινδού, την οποία και κατέλαβε.
Η αχανής έκταση της επικράτειάς του, το μέγεθος της ισχύος του και η μεγάλη χρονική διάρκεια της βασιλείας του καταδεικνύονται και από το πλήθος, τη γεωγραφική διάδοση, την ποικιλία και την ποιότητα των νομισμάτων του. Πολλά νομίσματα ελληνικού τύπου, από τον εντυπωσιακό χρυσό στατήρα ως τα εξαιρετικής ποιότητας ασημένια τετράδραχμά του, στα οποία απεικονίζεται ο ίδιος φορώντας τη χαρακτηριστική περικεφαλαία, καθώς και έφιπποι οι Διόσκουροι, δηλαδή οι «προστάτες θεοί» του Ευκρατίδη. Αλλά και αρκετά νομίσματα ινδικού τύπου, με διάφορες παραστάσεις (απεικονίσεις του βασιλιά συνοδευόμενες από ελληνικής ή ινδικής προέλευσης θρησκευτικές παραστάσεις) και κείμενο στα ελληνικά και τα ινδικά (γραφή χαρόσθι).
Εξωτερικές απειλές και παρακμή: Η παντοδυναμία του Ευκρατίδη θα αποδειχθεί τελικά εύθραυστη. Στα δυτικά σύνορα οι Πάρθοι του Μιθριδάτη επιχειρούν διαρκείς εισβολές στη Μαργιανή, στην Αρία και πιθανότατα στο δυτικό τμήμα της Βακτριανής. Οι Σκύθες γίνονται όλο και πιο απειλητικοί στον Βορρά. Παράλληλα, άλλοι Έλληνες ηγεμόνες του ινδικού χώρου (ίσως ο Μένανδρος) όχι μόνο θα ανακόψουν την επεκτατική πορεία του βασιλιά της Βακτριανής, αλλά θα επιχειρήσουν και να του αποσπάσουν εδάφη στην περιοχή του Ινδού. Φυσικά, ο πιο μεγάλος κίνδυνος σχετίζεται με τις έριδες στο εσωτερικό της ελληνικής αριστοκρατίας της Βακτριανής. Ο Ιουστίνος (XLI, 6, 19), διηγείται ότι ο Ευκρατίδης είχε αναγκαστεί να υπογράψει συνθήκη ειρήνης με τους Πάρθους, γεγονός που δεν έβρισκε σύμφωνους πολλούς από τους αξιωματούχους του, μεταξύ των οποίων και ο γιος του τον οποίο ο Ευκρατίδης είχε ονομάσει συμβασιλέα. Έτσι, ενώ επέστρεφαν από την Ινδία, ο Ευκρατίδης δολοφονήθηκε από τον γιο του.
Πρέπει να πιστέψουμε τη διήγηση του Ιουστίνου; Καλύτερα να είμαστε επιφυλακτικοί. Ποιός θα μπορούσε να ήταν ο πατροκτόνος; Ο Ευκρατίδης Β΄ ή ο Ηλιοκλής; Μήπως η όλη ιστορία δεν είναι παρά μια ηθικοπλαστική κοινοτοπία που άκριτα δέχτηκε ή, ενδεχομένως, επινόησε ο Ρωμαίος συγγραφέας; Μήπως συγχέει τον Ευκρατίδη με τον Διόδοτο Β΄. Και πάλι, πολλά ερωτήματα χωρίς απαντήσεις. Υποθέσεις δίχως αποδεικτικά στοιχεία.
Η μόνη βεβαιότητα είναι ότι μετά τον θάνατο του Ευκρατίδη (πιθανώς το 145 π.Χ.) οι μέρες του ελληνιστικού βασιλείου της Βακτριανής είναι πια μετρημένες. Αντιθέτως, ο ελληνισμός της Ινδίας έχει ακόμη μπροστά του λαμπρό μέλλον. Αυτά, όμως, θα τα δούμε στο τέταρτο και τελευταίο μέρος της σειράς.     

Εντός και εκτός θέματος υστερόγραφο: Δεν είχα καταρχήν την πρόθεση για τόσο μεγάλη αποχή από το διαδίκτυο. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια των διακοπών ανέκυψαν πολλά και διάφορα που καθυστέρησαν την ενημέρωση του ιστολογίου. Έπειτα, αποδείχθηκα ανακόλουθος ως προς την αρχική δέσμευσή μου να ολοκληρώσω τη διήγηση σε τρία μέρη: ο όγκος και η φύση του υλικού με υποχρέωσαν να προσθέσω και τέταρτο μέρος για να μη γίνει το κείμενο απάνθρωπα κουραστικό. Σε κάθε περίπτωση ήθελα να αποφύγω τη στείρα καταγραφή ονομάτων ηγεμόνων και αντικρουόμενων απόψεων που επιχειρούν να ανασυνθέσουν την Ιστορία με βάση ελάχιστα και όχι πάντα αξιόπιστα στοιχεία. Γνωρίζω ότι δεν το κατόρθωσα. Ελπίζω τουλάχιστον να «περιόρισα τις ζημιές» (για να χρησιμοποιήσω και τον «απαραίτητο» γαλλισμό).
Κυρίως, εύχομαι στους φίλους αναγνώστες ευτυχισμένο νέο έτος, με υγεία και δημιουργικότητα, και τους ευχαριστώ για την υπομονή τους.

Δευτέρα 4 Μαΐου 2015

Οι Έλληνες στη Βακτριανή: μέρος Β΄


Στο προηγούμενο μέρος σταματήσαμε τη διήγησή μας αναφερόμενοι στις προσπάθειες των δύο πρώτων Σελευκιδών να ενθαρρύνουν τη συνεργασία μεταξύ του ελληνικού και του ιρανικού στοιχείου στις Άνω Σατραπείες. Πιθανότατα, την πολιτική αυτή τη συνέχισε και ο δεύτερος Αντίοχος. Καθώς όμως μας λείπουν ολότελα οι σχετικές πηγές, δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι. Σε κάθε περίπτωση, στα μέσα του 3ου αιώνα η αυτοκρατορία εισέρχεται σε μια μακρά περίοδο αναταράξεων. Μετά το τέλος του αμφίρροπου Δεύτερου Συριακού Πολέμου, οι δύο αντίπαλοι, ο Αντίοχος Β΄ ο Θεός και ο Πτολεμαίος Β΄ ο Φιλάδελφος σύναψαν συνθήκη ειρήνης (253 π.Χ.), την οποία αποφάσισαν να επισφραγίσουν με ένα δυναστικό γάμο (ο οποίος επρόκειτο να προκαλέσει μύρια προβλήματα στο κράτος των Σελευκιδών): αυτόν του Αντίοχου με την κόρη του Πτολεμαίου Βερενίκη (η οποία, λόγω της κολοσιαίας προίκας της θα κερδίσει το προσωνύμιο «φερνοφόρος»). Για να γίνει αυτό, ο Αντίοχος αποκήρυξε τη σύζυγό του, τη βασίλισσα Λαοδίκη που του είχε χαρίσει δύο γιους και η οποία αποσύρθηκε στην Έφεσο. Λίγα χρόνια αργότερα (246) και ενώ ο Αντίοχος, ο οποίος στο μεταξύ είχε αποκτήσει ένα γιο από τη Βερενίκη, βρισκόταν στην Έφεσο για να επισκεφτεί την πρώην σύζυγό του βρέθηκε νεκρός υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες. Η πιο διαδεδομένη εξήγηση ήταν ότι η Λαοδίκη δηλητηρίασε τον Αντίοχο: μπορεί αυτός να είχε ορίσει ως διάδοχό του τον Σέλευκο, τον μεγαλύτερο γιο που είχε αποκτήσει με τη Λαοδίκη, όμως δεν ήταν απίθανο να άλλαζε γνώμη υπό την πίεση της νεαρής συζύγου του.Υπό τις συνθήκες αυτές, η Βερενίκη ζήτησε τη βοήθεια του αδελφού της, του Πτολεμαίου Γ΄ του Ευεργέτη, ο οποίος είχε διαδεχθεί τον πατέρα του λίγους μήνες νωρίτερα. Ο Πτολεμαίος απάντησε άμεσα, εισβάλλοντας στα εδάφη των Σελευκιδών και ξεκινώντας τον Τρίτο Συριακό Πόλεμο (ή Λαοδίκειο Πόλεμο): χωρίς να συναντήσει ουσιαστική αντίσταση φτάνει στην Αντιόχεια όπου θα ανακαλύψει ότι η αδελφή και ο ανηψιός του είχαν δολοφονηθεί. Εκείνη τη χρονική στιγμή βρίσκεται σε κίνδυνο η ίδια η ύπαρξη του κράτους των Σελευκιδών. Ο Πτολεμαίος, πάντως, δεν θα προχωρήσει περισσότερο. Θα αρκεστεί να αποσπάσει κάποια εδάφη (όπως το λιμάνι της Αντιόχειας, τη Σελεύκεια της Πιερίας) και θα επιστρέψει στην Αίγυπτο. Αυτό θα επιτρέψει στον Σέλευκο Β΄, τον επονομαζόμενο Καλλίνικο, να ανακτήσει την Αντιόχεια και όσο περισσότερα εδάφη μπορούσε. Η αναταραχή θα ευνοήσει, όμως, την εκδήλωση της σοβαρότερης δυναστικής έριδας που είχε γνωρίσει ως τότε η αυτοκρατορία. Ο αδελφός του Σέλευκου, ο Αντίοχος Ιέραξ, θα στασιάσει και θα δημιουργήσει μια ανεξάρτητη ηγεμονία στα μικρασιατικά εδάφη (241). Ο εμφύλιος πόλεμος των δύο αδελφών θα  διαρκέσει πάνω από δέκα χρόνια. Επομένως, έχουμε μια εικοσαετία αστάθειας η οποία δεν θα επιτρέψει στον Καλλίνικο να ενδιαφερθεί και να βοηθήσει ουσιαστικά τις ανατολικές σατραπείες. Το πρόβλημα είναι ότι και αυτές αντιμετωπίζουν ταυτόχρονα σοβαρότατους κινδύνους, καθώς η πίεση των νομάδων γίνεται όλο και εντονότερη. Η κατάσταση θα οδηγήσει μοιραία στην επικράτηση αποσχιστικών τάσεων. Την ιστορία τη «διηγούνται» τα νομίσματα από την Παρθία-Υρκανία και από τη Βακτριανή. 
Η αυτονόμηση των σατραπειών της Παρθίας-Υρκανίας και της Βακτριανής: Γύρω στα 245, ο Ανδραγόρας, σατράπης της Παρθίας-Υρκανίας αρχίζει να κόβει νομίσματα που αναφέρουν το όνομά του, χωρίς πάντως να φέρει σ’ αυτά τον τίτλο του βασιλέως. Ταυτόχρονα, τα νομίσματα από τη Βακτριανή εμφανίζουν μια ενδιαφέρουσα εξέλιξη: αρχικά, ενώ φέρουν πάντα το όνομα και τη μορφή του Αντίοχου, ο Απόλλων Αρχηγέτης (δυναστικός θεός των Σελευκιδών) αντικαθίσταται από τον Δία. Πόσο τυχαίο μπορεί να είναι το γεγονός ότι ο σατράπης της Βακτριανής ονομάζεται Διόδοτος; Λίγο αργότερα, παρότι εξακολουθεί να μνημονεύεται το όνομα του Αντίοχου, η μορφή του αντικαθίσταται στο νόμισμα από αυτήν του Διόδοτου. Τέλος (γύρω στα 239-238), εξαλείφεται και το όνομα του (νεκρού, άλλωστε) Σελευκίδη και στη θέση του υπάρχει η αναφορά στο όνομα του Διόδοτου συνοδευόμενου από τον βασιλικό τίτλο. Για ποιό λόγο αποφάσισαν οι δύο σατράπες, σχεδόν ταυτόχρονα, να αυτονομηθούν από την εξουσία της Αντιόχειας; Η εύκολη, αλλά και απλοϊκή, εξήγηση δεν είναι άλλη από την προσωπική φιλοδοξία. Είναι αλήθεια ότι τα σοβαρότατα προβλήματα της Αντιόχειας προσέφεραν σε φιλόδοξους ηγέτες την ευκαιρία να ανεξαρτητοποιηθούν από το κράτος των Σελευκιδών. Αρκεί, όμως, αυτό; Και τί το επαχθές μπορούσε να συνεπάγεται, τη δεδομένη χρονική στιγμή, η υποταγή στην Αντιόχεια για τους επικεφαλής, τις ελίτ και τους πληθυσμούς των ανατολικών σατραπειών; Λογικότερο φαίνεται να ακολουθήσουμε την πιο σύνθετη εξήγηση που δίνει ο Edouard Will (“Histoire politique du monde hellénistique”, Presses universitaires de Nancy, 2η έκδ. 1979-1982, επανέκδ. Seuil, 2003, τ. Ι. σελ. 281 επ.). Στα μέσα του 3ου αιώνα π.Χ, η απειλή των νομάδων του Βορρά καθίσταται πιο πιεστική: η απειλή εκφράζεται κυρίως από ένα σκυθικό φύλο, τους Δάχες Πάρνους, οι οποίοι κινούνται στην περιοχή μεταξύ της Βακτριανής και της Μαργιανής και βόρεια της Παρθίας-Υρκανίας. Την ίδια στιγμή, η εξουσία της Αντιόχειας, λόγω των προβλημάτων της, όχι μόνο αδυνατεί να βοηθήσει ουσιαστικά της Άνω Σατραπείες, αλλά αποσπά από αυτές και πολύτιμους οικονομικούς πόρους και ανθρώπινο δυναμικό. Υπό αυτές τις συνθήκες, η «κοινή γνώμη» στις περιοχές μεταστρέφεται κατά των νόμιμων ηγεμόνων και αναζητεί εσωτερικές λύσεις που μπορούν να εξασφαλίσουν την επιβίωσή της. Φαίνεται, άλλωστε, από την νομισματική πολιτική του Ανδραγόρα και του Διόδοτου, ανθρώπων που προέρχονταν από τις τάξεις των ανώτατων αξιωματούχων των Σελευκιδών και εμφορούνταν κατ’ ανάγκη από νοοτροπία αφοσίωσης στη δυναστεία, μια ορισμένη διστακτικότητα να διαρρήξουν ανεπανόρθωτα τις σχέσεις τους με τους Σελευκίδες και να ακολουθήσουν τον δρόμο της απόσχισης: ο Ανδραγόρας δεν θα πάρει ποτέ τον τίτλο του βασιλέως, ενώ ο Διόδοτος θα χρειαστεί μερικά χρόνια για να κάνει το μεγάλο βήμα. Κατά πάσα πιθανότητα, το περιβάλλον τόσο του ενός όσο και του άλλου ήταν έτοιμο να προχωρήσει γρηγορότερα και αποφασιστικότερα στον δρόμο της ανεξαρτητοποίησης απ’  ό,τι οι δύο σατράπες. Ας παραθέσουμε την εξήγηση του ίδιου του Will (όπ.π., σελ. 284-285): 
«Οι εξαιρετικά ισχνές πηγές μάς οδηγούν κατ’ ανάγκη σε ένα, κατά τα φαινόμενα παράδοξο, διττό συμπέρασμα: αφενός, ο καταρχήν αναμενόμενος ανταγωνισμός μεταξύ Ιρανών και Ελλήνων, ο οποίος, κατά πάσα πιθανότητα, υπήρχε στις αρχές, αντικαταστάθηκε γρήγορα από την ειρηνική συμβίωση … αφετέρου, και πάλι αντιθέτως προς το καταρχήν αναμενόμενο, το ελληνικό στοιχείο του πληθυσμού των σατραπειών του ανατολικού Ιράν, μολονότι προφανώς αποτελούσε μειονότητα (ή μάλλον ακριβώς επειδή αποτελούσε μειονότητα), φαίνεται να διατήρησε με επιμονή και επί μακρόν την αυθεντικότητα και την καθαρότητα του πολιτισμού του…   
Το γεγονός και μόνο ότι από το δεύτερο τρίτο του τρίτου αιώνα εκπρόσωποι της ελληνικής μειονότητας… κατόρθωσαν να υποκαταστήσουν τους Σελευκίδες και να δημιουργήσουν στη Βακτριανή και τη Σογδιανή μια ελληνική μοναρχία χωρίς να προκαλέσουν, καθόσον γνωρίζουμε, κάποια ιρανική αντίσταση…. αποδεικνύει ότι μετά τις αρχικές εντάσεις στις περιοχές αυτές οι δύο λαοί συμβίωσαν αρμονικά… Καθώς είναι δύσκολο να φανταστούμε ότι αυτό συνέβη μόνο λόγω του αλληλοσεβασμού που έτρεφε ο ένας για τον άλλο, έχουμε κάθε λόγο να πιστεύουμε ότι η ένωσή τους σφυρηλατήθηκε από τον εξωτερικό κίνδυνο που απειλούσε και τους δύο. Εκτεθειμένοι στην πίεση των νομάδων, Ιρανοί και Έλληνες… έπρεπε να πολεμήσουν ή να χαθούν μαζί».  
Η εισβολή των Πάρνων: Όσον αφορά τον Ανδραγόρα, ο οποίος ήταν και αμεσότερα εκτεθειμένος στον κίνδυνο εισβολής των νομάδων και μάλλον στρατιωτικά πιο αδύναμος, η περιπέτεια τελείωσε γρήγορα. Γύρω στα 239-238 (δηλαδή λίγο ύστερα από τη σντριπτική ήττα που υπέστη ο Σέλευκος Β΄ ο Καλλίνικος στη μάχη της Άγκυρας από τους Γαλάτες συμμάχους του αδερφού του), οι Πάρνοι, υπό την καθοδήγηση του βασιλιά τους Αρσάκη Α΄, εισβάλλουν στα εδάφη της Παρθίας-Υρκανίας και τα κατακτούν. Όπως αναφέρει ο Στράβων (ΙΑ΄, 9, 2-3): «Ἔπειτ’ Ἀρσάκης ἀνὴρ Σκύθης τῶν Δαῶν τινας ἔχων τοὺς Πάρνους καλουμένους νομάδας παροικοῦντας τὸν Ὦχον, ἐπῆλθεν ἐπὶ τὴν Παρθυαίαν καὶ ἐκράτησεν αὐτῆς». Οι νομάδες αυτοί, που θα μείνουν στην ιστορία με δανεικό όνομα, αυτό της περιοχής που κατέκτησαν, θα εξελιχθούν σταδιακά από απλή απειλή για τους Σελευκίδες σε αυτοκρατορία που θα κυριαρχήσει στη Μεσοποταμία και το Ιράν για μερικούς αιώνες. * 
Διόδοτος Α΄: Στη Βακτριανή, ο Διόδοτος δεν πρέπει να αντιμετώπισε με αισιοδοξία την εξέλιξη αυτή: ένα βαρβαρικό κράτος είχε πάρει τη θέση εκείνου του οποίου ηγείτο ένας συμπατριώτης και σύμμαχος. Οι νομάδες αυτοί δεν ήταν άγνωστοι στον Διόδοτο. Φαίνεται πως γύρω στα 250 θα πρέπει να τους είχε αντιμετωπίσει επιτυχώς σε μάχη, απωθώντας τους πέρα από τα εδάφη της Βακτριανής. Κατά πάσα πιθανότητα, η εισβολή των – τώρα πια – Πάρθων στα εδάφη του Ανδραγόρα πρέπει να ήταν μάλλον το γεγονός που έπεισε οριστικά και αμετάκλητα τον Διόδοτο να ανακηρυχθεί βασιλιάς. Δεν είμαστε βέβαιοι για τα εδάφη στα οποία ασκούσε την κυριαρχία του: σύμφωνα με την ευρύτερα αποδεκτή γνώμη, το βασίλειό του περιελάμβανε εκτός της Βακτριανής τη Σογδιανή και τη Μαργιανή (καθώς γίνεται δεκτό ότι οι Σελευκίδες ανέθεταν μέχρι τότε στον ίδιο σατράπη τη διοίκηση και των τριών αυτών περιοχών). Κάποιοι αμφισβητούν την εξουσία του επί της Σογδιανής (της οποίας, όμως, η απομονωμένη γεωγραφική θέση μάλλον ενισχύει την υπαγωγή της στο νεοπαγές βασίλειο της Βακτριανής), άλλοι πιστεύουν ότι εξουσίαζε και την Αρία. Πάντως, σχετικά γρήγορα (μεταξύ του 238 και του 234) ο Διόδοτος πεθαίνει και τον διαδέχεται στον θρόνο του βασιλείου ο γιος του, ο Διόδοτος Β΄. 
Η προσπάθεια του Σέλευκου Β΄ για την ανάκτηση των χαμένων εδαφών: Οι απώλειες στα ανατολικά του βασιλείου του δεν άφησαν αδιάφορο τον Σέλευκο: πριν καν επικρατήσει ολοκληρωτικά επί του αδελφού του, ο Καλλίνικος επιχειρεί (περίπου 230  με 227) να ανακτήσει τα χαμένα εδάφη. Η προσπάθειά του φάνηκε να στέφεται με επιτυχία, καθώς ο Πάρθος βασιλιάς Αρσάκης προτίμησε να υποχωρήσει προς τις στέππες του Βορρά παρά να αντιμετωπίσει τον Σελευκίδη. Ωστόσο, τα όποια κέρδη ήταν προσωρινά. Ο Σέλευκος δεν είχε την ευκαιρία ούτε να εδραιώσει την κυριαρχία του στα εδάφη που ανέκτησε από τον Αρσάκη ούτε να αντιμετωπίσει στρατιωτικά τον Διόδοτο Β΄. Η προσπάθεια του Αττάλου Α΄ της Περγάμου να αποσπάσει μικρασιατικά εδάφη από τους Σελευκίδες ανάγκασε τον Σέλευκο να επιστρέψει εσπευσμένα στα δυτικά σύνορα της αυτοκρατορίας του. Οι πηγές, πάντως, μας πληροφορούν για μια θεαματική και καταρχήν παράδοξη αλλαγή όσον αφορά την πολιτική του Διόδοτου Β΄ της Βακτριανής: λέγεται ότι σύναψε συνθήκη ειρήνης και συμμαχίας με τον Αρσάκη ενόψει του κοινού κινδύνου που αποτελούσε και για τους δύο ο Σέλευκος. Σε κάθε περίπτωση, η συμμαχία με τον «βάρβαρο» δεν προσέφερε στην πράξη κάτι ουσιαστικό στον Διόδοτο: η σωτηρία του οφειλόταν αποκλειστικά στα προβλήματα που έπρεπε να αντιμετωπίσει ο Σέλευκος στη Μικρά Ασία. Θα χρειαστούν σχεδόν είκοσι χρόνια για να ξαναβρεθεί κάποιος Σελευκίδης ηγεμόνας στα εδάφη της Βακτριανής. 
Η ανατροπή του Διόδοτου Β΄ από τον Ευθύδημο: Είναι βέβαιο ότι η πολιτική συμμαχίας με τους Πάρθους που φέρεται να ακολούθησε ο Διόδοτος Β΄πρέπει να προκάλεσε αντιδράσεις στο εσωτερικό της ελληνικής κοινότητας της Βακτριανής. Ίσως αυτές να εξηγούν το γεγονός ότι (πιθανώς το 223) ο Διόδοτος ανατρέπεται από ένα σφετεριστή, τον Ευθύδημο, ο οποίος θα ιδρύσει τη δική του δυναστεία. Δεν γνωρίζουμε πολλά για τον Ευθύδημο. Ο Πολύβιος (βιβλίο ΙΑ΄, 34, 2) αναφέρει ότι καταγόταν από τη Μαγνησία, αλλά δεν διευκρινίζει αν ήταν Θεσσαλός ή, όπως είναι ίσως πιθανότερο, Μικρασιάτης (άρα είτε από τη Μαγνησία του Σιπύλου είτε από τη Μαγνησία του Μαιάνδρου). Δεν ξέρουμε ακόμη αν η «λαϊκή» υποστήριξη που σίγουρα θα είχε στην προσπάθειά του ο Ευθύδημος οφειλόταν μόνο στη φιλοπαρθική πολιτική του προκατόχου του ή και σε μια πιθανολογούμενη οικονομική κρίση του βασιλείου. Ο Ταρν, πάντως, (W. W. Tarn «The Greeks in Bactria & India«, Cambridge University Press, 2η έκδ. 1951, 3η αναθεωρημένη 1997, σελ. 73 επ.) τον εμφανίζει σχεδόν σαν «πράκτορα» των Σελευκιδών! Σύμφωνα με τη θεωρία του (η οποία δεν στηρίζεται ούτε στις πηγές ούτε στα όποια αρχαιολογικά ευρήματα), γύρω στα 246 και κατόπιν πρωτοβουλίας του Σελευκίδη, ο Διόδοτος Α΄ νυμφεύθηκε μια από τις αδελφές του Σέλευκου Β΄ (από μόνο του αυτό το ενδεχόμενο δεν μπορεί να αποκλεισθεί). Εξοργισμένη η αδελφή του Σέλευκου με την πολιτική του Διόδοτου Β΄ (ο οποίος, κατά τον Ταρν, ήταν γιος του Διόδοτου Α΄ από προηγούμενο γάμο) πάντρεψε την κόρη της με τον Ευθύδημο, τον οποίο έπεισε να δολοφονήσει τον Διόδοτο επειδή «πρόδωσε τους Έλληνες». Μια επίσης υποθετική, αλλά πολύ πιο λογική εξήγηση πρότεινε πρόσφατα ο Αμερικανός ιστορικός Φρανκ Χολτ (F. L. Holt «Thundering Zeus: The Making of Hellenistic Bactria – Hellenistic Culture and Society«, University of California Press, Berkeley, 1999): σύμφωνα με τη θεωρία του, ο Ευθύδημος είχε διοριστεί από τον Διόδοτο σατράπης της Σογδιανής. Για λόγους παρόμοιους με αυτούς που οδήγησαν στην απόσχιση της Βακτριανής από το βασίλειο των Σελευκιδών, η Σογδιανή του Ευθύδημου άρχισε να ανεξαρτητοποιείται από την εξουσία των Βάκτρων. Έχοντας στη διαταγές του ένα σημαντικό σε αριθμό και εμπειροπόλεμο στράτευμα (μια και αποστολή του ήταν η υπεράσπιση των συνόρων του βασιλείου) και εκμεταλλευόμενος τη δυσαρέσκεια που πρέπει να είχε προκαλέσει η εξωτερική και η οικονομική πολιτική του Διόδοτου, ο Ευθύδημος ανακηρύχθηκε βασιλιάς, νίκησε και σκότωσε σε μάχη τον Διόδοτο και ένωσε πάλι τη Βακτριανή και τη Σογδιανή σε ενιαίο κράτος υπό την εξουσία του. 
Η σύγκρουση Ευθύδημου και Αντίοχου Γ΄: Όποια κι αν ήταν η αρχή της βασιλείας του, είναι βέβαιο ότι ο Ευθύδημος εξουσιάζει πλέον και την περιοχή της Αρίας, αν και δεν γνωρίζουμε υπό ποίες συνθήκες προσάρτησε τη σατραπεία αυτή το βασίλειο της Βακτριανής (κενό εξουσίας; «πρόσκληση» των Ελλήνων κατοίκων στους συμπατριώτες τους της Βακτριανής; στρατιωτική σύγκρουση με κάποιον σατράπη διορισμένο από τους Σελευκίδες;). Και, για να είμαστε ειλικρινείς, δεν γνωρίζουμε καν αν η προσάρτηση της Αρίας οφείλεται στον Ευθύδημο ή σε κάποιον από τους δύο Διόδοτους. Στα εδάφη της Αρίας πάντως και συγκεκριμένα στις όχθες του ποταμού Αρίου ο Ευθύδημος θα γίνει ο πρώτος μονάρχης του ανεξάρτητου ελληνιστικού βασιλείου της Βακτριανής που θα κληθεί να αντιμετωπίσει σε μάχη ένα Σελευκίδη βασιλέα (208). Στο πλαίσιο της «Αναβάσεώς» του, δηλαδή της επικής προσπάθειάς του να ανακτήσει όλα τα εδάφη που έχασαν οι πρόγονοί του στα ανατολικά ο Αντίοχος Γ΄ ο Μέγας, εισβάλλει στα εδάφη του Ευθύδημου. Το ισχυρό όπλο του μονάρχη της Βακτριανής είναι το ευέλικτο ιππικό του, το οποίο απαρτίζουν κυρίως Ιρανοί. Από τη μεριά του, ο Αντίοχος έχει να επιδείξει πολυπληθέστερο στράτευμα και, βεβαίως, το βαρύ πεζικό του, τη φάλαγγα. Η πρώτη σύγκρουση θα τελειώσει με νίκη του Σελευκίδη (περιγραφή στον Πολύβιο, βιβλίο Ι΄, 49): οι δυνάμεις του θα διασχίσουν αιφνιδιαστικά τον ποταμό και θα τρέψουν σε φυγή το ιππικό του Ευθύδημου, ο οποίος θα προτιμήσει να καταφύγει στην πρωτεύουσά του, τα Βάκτρα (Ζαριάσπα).    
Η πολιορκία της πρωτεύουσας της Βακτριανής θα κρατήσει πάνω από δύο χρόνια. Σύμφωνα με τον Πολύβιο ήταν μια από τις πιο ονομαστές πολιορκίες της μέχρι τότε ιστορίας. Δυστυχώς, τα σχετικά αποσπάσματα της Ιστορίας του Πολύβιου έχουν χαθεί. Ο Αντίοχος, καθώς δεν κατάφερε ούτε να αλώσει την ακρόπολη των Βάκτρων ούτε να ελέγξει τη χώρα ώστε να εξαναγκάσει τον Ευθύδημο να παραδοθεί, άρχισε διαπραγματεύσεις με τον μονάρχη της Βακτριανής. Κατά τη διάρκειά τους, ο Ευθύδημος φέρεται να έπεισε τον Αντίοχο για τη σημασία του κινδύνου μιας ενδεχόμενης νομαδικής εισβολής, καθώς και για το ότι η ειρήνη θα ήταν προς το κοινό συμφέρον και των δύο. Οι δύο βασιλείς ήρθαν τελικά σε συμφωνία: ο Ευθύδημος δέχτηκε την (τυπική, στην πραγματικότητα, επικυριαρχία του Σελευκίδη, ο οποίος με τη σειρά του αναγνώρισε τον Ευθύδημο ως βασιλέα της Βακτριανής. Συμφωνήθηκε επίσης ο γάμος του διαδόχου του Ευθύδημου, του Δημήτριου, με μια από τις κόρες του Αντίοχου. Ύστερα από αυτό, κι αφού ο Ευθύδημος δέχτηκε να του παραχωρήσει τους πολεμικούς ελέφαντές του και να ανεφοδιάσει τον στρατό, ο Αντίοχος αποχώρησε από τη Βακτριανή. Όπως διηγείται ο Πολύβιος (ΙΑ΄, 34, 1-10): 
«Καὶ γὰρ αὐτὸς ἦν ὁ Εὐθύδημος Μάγνης, πρὸς ὃν ἀπελογίζετο φάσκων ὡς οὐ δικαίως αὐτὸν Ἀντίοχος ἐκ τῆς βασιλείας ἐκβαλεῖν σπουδάζει: γεγονέναι γὰρ οὐκ αὐτὸς ἀποστάτης τοῦ βασιλέως, ἀλλ᾽ ἑτέρων ἀποστάντων ἐπανελόμενος τοὺς ἐκείνων ἐκγόνους, οὕτως κρατῆσαι τῆς Βακτριανῶν ἀρχῆς. Καὶ πλείω δὲ πρὸς ταύτην τὴν ὑπόθεσιν διαλεχθεὶς ἠξίου τὸν Τηλέαν μεσιτεῦσαι τὴν διάλυσιν εὐνοϊκῶς, παρακαλέσαντα τὸν Ἀντίοχον μὴ φθονῆσαι τῆς ὀνομασίας αὑτῷ τῆς τοῦ βασιλέως καὶ προστασίας, ὥς γ᾽ ἐὰν μὴ συγχωρῇ τοῖς ἀξιουμένοις, οὐδετέρῳ τῆς ἀσφαλείας ὑπαρχούσης: πλήθη γὰρ οὐκ ὀλίγα παρεῖναι τῶν Νομάδων, δι᾽ ὧν κινδυνεύειν μὲν ἀμφοτέρους, ἐκβαρβαρωθήσεσθαι δὲ τὴν χώραν ὁμολογουμένως, ἐὰν ἐκείνους προσδέχωνται. Ταῦτα δ᾽ εἰπὼν ἐξαπέστειλε τὸν Τηλέαν πρὸς τὸν Ἀντίοχον. Ὁ δὲ βασιλεύς, πάλαι περιβλεπόμενος λύσιν τῶν πραγμάτων, πυθόμενος ταῦτα παρὰ τοῦ Τηλέου, προθύμως ὑπήκουσε πρὸς τὰς διαλύσεις διὰ τὰς προειρημένας αἰτίας. Τοῦ δὲ Τηλέου προσανακάμψαντος καὶ πολλάκις πρὸς ἀμφοτέρους, τέλος Εὐθύδημος ἐξέπεμψε Δημήτριον τὸν υἱὸν βεβαιώσοντα τὰς ὁμολογίας: ὃν ὁ βασιλεὺς ἀποδεξάμενος, καὶ νομίσας ἄξιον εἶναι τὸν νεανίσκον βασιλείας καὶ κατὰ τὴν ἐπιφάνειαν καὶ κατὰ τὴν ἔντευξιν καὶ προστασίαν, πρῶτον μὲν ἐπηγγείλατο δώσειν αὐτῷ μίαν τῶν ἑαυτοῦ θυγατέρων: δεύτερον δὲ συνεχώρησε τῷ πατρὶ τὸ τῆς βασιλείας ὄνομα. Περὶ δὲ τῶν λοιπῶν ἐγγράπτους ποιησάμενος ὁμολογίας καὶ συμμαχίαν ἔνορκον, ἀνέζευξε σιτομετρήσας δαψιλῶς τὴν δύναμιν, προσλαβὼν καὶ τοὺς ὑπάρχοντας ἐλέφαντας τοῖς περὶ τὸν Εὐθύδημον».    
Μετά την Ανάβαση του Αντίοχου κανένας Σελευκίδης δεν έθεσε ξανά υπό αμφισβήτηση την κυριαρχία των Ελλήνων βασιλέων της Βακτριανής. Ο Ευθύδημος έχει την ευκαιρία όχι μόνο να σταθεροποιήσει τα σύνορα του βασιλείου του, αλλά και να τα διευρύνει. Κάποιοι πιστεύουν ότι ο Ευθύδημος οργάνωσε (μάλλον αναγνωριστικού χαρακτήρα) εκστρατείες προς τη Σιβηρία και το σημερινό κινεζικό Τουρκεστάν (αυτόνομη περιφέρεια του Xinjiang). Όταν (200; 195;) τον διαδέχεται ο γιος του Δημήτριος, το βασίλειο της Βακτριανής βρίσκεται αντικειμενικά στο απόγειο της δύναμής του και οι προοπτικές του μοιάζουν εξαιρετικά ευοίωνες. 
         
* Η χρονολόγηση της ανεξαρτητοποίησης του Ανδραγόρα και του Διόδοτου, καθώς και της κατάκτησης της σατραπείας του πρώτου από τους μετέπειτα Πάρθους αποτελεί αντικείμενο διαφωνίας μεταξύ των ιστορικών. Στην παρούσα ανάρτηση επιλέξαμε τη χρονολόγηση που προτείνει ο Edouard Will (όπ.π.,τ. Ι, σελ. 281 επ., 301 επ.). Τα τελευταία χρόνια, πάντως, κερδίζει έδαφος η άποψη ότι τα συγκεκριμένα γεγονότα συνέβησαν νωρίτερα: δηλ. ανεξαρτητοποίηση του Ανδραγόρα στα 250, εισβολή των Πάρθων στα 246, ανακήρυξη του Διόδοτου ως βασιλέως το 245 (Holt όπ.π., σελ. 60-66/ O. Bopearachchi «L’ indépendance de la Bactriane» Topoi 4/2, 1994, σελ. 513-519, C. Grandjean, G. Hoffmann, L. Capdetrey, J.-Y. Carrez-Maratray «Le monde hellénistique«, éd. Armand Colin, Παρίσι, 2008, σελ. 121-122). Δηλαδή, για τον Will το επίμαχο διάστημα αστάθειας στην αυτοκρατορία των Σελευκιδών, το οποίο κατέστησε δυνατή την ανεξαρτητοποίηση της Παρθίας-Υρκανίας και της Βακτριανής, είναι αυτό που αρχίζει με τον θάνατο του Αντίοχου Β΄ και τον Γ΄ Συριακό Πόλεμο και κορυφώνεται με την εμφύλια σύγκρουση Σέλευκου Καλλίνικου και Αντίοχου Ιέρακος. Για τους υπόλοιπους αρχίζει μετά το τέλος του Β΄ Συριακού Πολέμου και ολοκληρώνεται με τον Γ΄ και την εισβολή του Πτολεμαίου Ευεργέτη στα εδάφη των Σελευκιδών.